Ancient Greek-English Dictionary Language

σαρκικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σαρκικός σαρκική σαρκικόν

Structure: σαρκικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sa/rc

Sense

  1. fleshly, sensual

Examples

  • ἐνταῦθα κρουνοὶ σαρκικῶν καθαρσίων, καὶ ψυχικῶν λύτρωσισ ἀγνοημάτων ὅσαι γάρ εἰσι τῶν παθῶν περιστάσεισ, βλύζει τοσαύτασ δωρεὰσ τῶν θαυμάτων. (Unknown, Greek Anthology, book 1, chapter 121 1:1)
  • Ἀγαπητοί, παρακαλῶ ὡσ παροίκουσ καὶ παρεπιδήμουσ ἀπέχεσθαι τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν, αἵτινεσ στρατεύονται κατὰ τῆσ ψυχῆσ· (PETROU A, chapter 2 14:1)
  • εἰ γὰρ τοῖσ πνευματικοῖσ αὐτῶν ἐκοινώνησαν τὰ ἔθνη, ὀφείλουσιν καὶ ἐν τοῖσ σαρκικοῖσ λειτουργῆσαι αὐτοῖσ. (PROS RWMAIOUS, chapter 11 138:2)
  • Ἀλλ’ οὐδὲ [ἔτι] νῦν δύνασθε, ἔτι γὰρ σαρκικοί ἐστε. (PROS KORINQIOUS A, chapter 2 23:1)
  • ὅπου γὰρ ἐν ὑμῖν ζῆλοσ καὶ ἔρισ, οὐχὶ σαρκικοί ἐστε καὶ κατὰ ἄνθρωπον περιπατεῖτε; (PROS KORINQIOUS A, chapter 2 23:2)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION