- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πλεονεκτικός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: pleonektikos 고전 발음: [레오넥띠꼬] 신약 발음: [래오낵띠꼬]

기본형: πλεονεκτικός πλεονεκτική πλεονεκτικόν

형태분석: πλεονεκτικ (어간) + ος (어미)

  1. 식욕이 왕성한, 소비하는, 욕심 많은
  1. disposed to take too much, greedy

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πλεονεκτικός

식욕이 왕성한 (이)가

πλεονεκτική

식욕이 왕성한 (이)가

πλεονεκτικόν

식욕이 왕성한 (것)가

속격 πλεονεκτικοῦ

식욕이 왕성한 (이)의

πλεονεκτικῆς

식욕이 왕성한 (이)의

πλεονεκτικοῦ

식욕이 왕성한 (것)의

여격 πλεονεκτικῷ

식욕이 왕성한 (이)에게

πλεονεκτικῇ

식욕이 왕성한 (이)에게

πλεονεκτικῷ

식욕이 왕성한 (것)에게

대격 πλεονεκτικόν

식욕이 왕성한 (이)를

πλεονεκτικήν

식욕이 왕성한 (이)를

πλεονεκτικόν

식욕이 왕성한 (것)를

호격 πλεονεκτικέ

식욕이 왕성한 (이)야

πλεονεκτική

식욕이 왕성한 (이)야

πλεονεκτικόν

식욕이 왕성한 (것)야

쌍수주/대/호 πλεονεκτικώ

식욕이 왕성한 (이)들이

πλεονεκτικά

식욕이 왕성한 (이)들이

πλεονεκτικώ

식욕이 왕성한 (것)들이

속/여 πλεονεκτικοῖν

식욕이 왕성한 (이)들의

πλεονεκτικαῖν

식욕이 왕성한 (이)들의

πλεονεκτικοῖν

식욕이 왕성한 (것)들의

복수주격 πλεονεκτικοί

식욕이 왕성한 (이)들이

πλεονεκτικαί

식욕이 왕성한 (이)들이

πλεονεκτικά

식욕이 왕성한 (것)들이

속격 πλεονεκτικῶν

식욕이 왕성한 (이)들의

πλεονεκτικῶν

식욕이 왕성한 (이)들의

πλεονεκτικῶν

식욕이 왕성한 (것)들의

여격 πλεονεκτικοῖς

식욕이 왕성한 (이)들에게

πλεονεκτικαῖς

식욕이 왕성한 (이)들에게

πλεονεκτικοῖς

식욕이 왕성한 (것)들에게

대격 πλεονεκτικούς

식욕이 왕성한 (이)들을

πλεονεκτικάς

식욕이 왕성한 (이)들을

πλεονεκτικά

식욕이 왕성한 (것)들을

호격 πλεονεκτικοί

식욕이 왕성한 (이)들아

πλεονεκτικαί

식욕이 왕성한 (이)들아

πλεονεκτικά

식욕이 왕성한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὕτως, ὅταν τούς τε κατ ἰδίαν βίους τινῶν πλεονεκτικοὺς τάς τε κοινὰς πράξεις ἀδίκους θεωρήσωμεν, δῆλον ὡς εἰκὸς λέγειν καὶ τοὺς νόμους καὶ τὰ κατὰ μέρος ἤθη καὶ τὴν ὅλην πολιτείαν αὐτῶν εἶναι φαύλην. (Polybius, Histories, book 6, chapter 47 4:1)

    (폴리비오스, Histories, book 6, chapter 47 4:1)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION