헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πηρός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πηρός πηρή πηρόν

형태분석: πηρ (어간) + ος (어미)

  1. disabled in a limb, maimed

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πηρός

(이)가

πηρᾱ́

(이)가

πηρόν

(것)가

속격 πηροῦ

(이)의

πηρᾶς

(이)의

πηροῦ

(것)의

여격 πηρῷ

(이)에게

πηρᾷ

(이)에게

πηρῷ

(것)에게

대격 πηρόν

(이)를

πηρᾱ́ν

(이)를

πηρόν

(것)를

호격 πηρέ

(이)야

πηρᾱ́

(이)야

πηρόν

(것)야

쌍수주/대/호 πηρώ

(이)들이

πηρᾱ́

(이)들이

πηρώ

(것)들이

속/여 πηροῖν

(이)들의

πηραῖν

(이)들의

πηροῖν

(것)들의

복수주격 πηροί

(이)들이

πηραί

(이)들이

πηρά

(것)들이

속격 πηρῶν

(이)들의

πηρῶν

(이)들의

πηρῶν

(것)들의

여격 πηροῖς

(이)들에게

πηραῖς

(이)들에게

πηροῖς

(것)들에게

대격 πηρούς

(이)들을

πηρᾱ́ς

(이)들을

πηρά

(것)들을

호격 πηροί

(이)들아

πηραί

(이)들아

πηρά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ προελοῦσα τὴν κεφαλὴν ἐκ τῆσ πήρασ ἔδειξε καὶ εἶπεν αὐτοῖσ. ἰδοὺ ἡ κεφαλὴ Ὀλοφέρνου ἀρχιστρατήγου δυνάμεωσ Ἀσσούρ, καὶ ἰδοὺ τὸ κωνωπεῖον, ἐν ᾧ κατέκειτο ἐν ταῖσ μέθαισ αὐτοῦ. καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν ὁ Κύριοσ ἐν χειρὶ θηλείασ. (Septuagint, Liber Iudith 13:15)

    (70인역 성경, 유딧기 13:15)

  • πλέον γὰρ οὐδέν ἐστι τῆσ πήρασ ἣν ὁρᾷσ καὶ τουτουὶ τοῦ ξύλου· (Lucian, Cataplus, (no name) 19:7)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 19:7)

  • πρὸ δ’ οὖν τῆσ πήρασ, εἰ δοκεῖ, φέρε σοι τὴν κεφαλὴν ἐμπλήσω κονδύλων ἐπιμετρήσασ τῇ δικέλλῃ. (Lucian, Timon, (no name) 56:5)

    (루키아노스, Timon, (no name) 56:5)

  • οὐ γὰρ προέκρινε τὴν τύχην τῆσ σοφίασ οὐδὲ τὴν πορφύραν καὶ τὸ διάδημα τῆσ πήρασ καὶ τοῦ τρίβωνοσ· (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 1, section 10 9:2)

    (플루타르코스, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 1, section 10 9:2)

  • "κἀκεῖ τινεσ εἶναι λέγονται στερρᾶσ καὶ γυμνήτιδοσ σοφίασ ἐθάδεσ ἄνδρεσ ἱεροὶ καὶ αὐτόνομοι, θεῷ σχολάζοντεσ, εὐτελέστεροι Διογένουσ, οὐδὲν πήρασ δεόμενοι· (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 1, section 10 11:3)

    (플루타르코스, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 1, section 10 11:3)

유의어

  1. disabled in a limb

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION