Ancient Greek-English Dictionary Language

περιχέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: περιχέω περιχεῶ περίχευα

Structure: περι (Prefix) + χέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to pour round or over, having spread, round, to be poured around, heaped all round, crowding round

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περίχω περίχεις περίχει
Dual περίχειτον περίχειτον
Plural περίχουμεν περίχειτε περίχουσιν*
SubjunctiveSingular περίχω περίχῃς περίχῃ
Dual περίχητον περίχητον
Plural περίχωμεν περίχητε περίχωσιν*
OptativeSingular περίχοιμι περίχοις περίχοι
Dual περίχοιτον περιχοίτην
Plural περίχοιμεν περίχοιτε περίχοιεν
ImperativeSingular περίχει περιχεῖτω
Dual περίχειτον περιχεῖτων
Plural περίχειτε περιχοῦντων, περιχεῖτωσαν
Infinitive περίχειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περιχων περιχουντος περιχουσα περιχουσης περιχουν περιχουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περίχουμαι περίχει, περίχῃ περίχειται
Dual περίχεισθον περίχεισθον
Plural περιχοῦμεθα περίχεισθε περίχουνται
SubjunctiveSingular περίχωμαι περίχῃ περίχηται
Dual περίχησθον περίχησθον
Plural περιχώμεθα περίχησθε περίχωνται
OptativeSingular περιχοίμην περίχοιο περίχοιτο
Dual περίχοισθον περιχοίσθην
Plural περιχοίμεθα περίχοισθε περίχοιντο
ImperativeSingular περίχου περιχεῖσθω
Dual περίχεισθον περιχεῖσθων
Plural περίχεισθε περιχεῖσθων, περιχεῖσθωσαν
Infinitive περίχεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περιχουμενος περιχουμενου περιχουμενη περιχουμενης περιχουμενον περιχουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to pour round or over

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION