περιχέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
περιχέω
περιχεῶ
περίχευα
Structure:
περι
(Prefix)
+
χέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to pour round or over, having spread, round, to be poured around, heaped all round, crowding round
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- "ἐπεὶ δ’ ἴδιον τὸ ἐρωτᾶν ὡσ μάντιν ἐστὶν ἡμῖν καὶ τὸ εὔχεσθαι κοινὸν ὡσ πρὸσ θεὸν, οὐχ ἧττον οἰόνται τῆσ πευστικῆσ τὴν εὐκτικὴν τὸ γράμμα περιέχειν δύναμιν· (Plutarch, De E apud Delphos, section 53)
- "καὶ γὰρ Ἐμπεδοκλεῖ δυσκολαίνουσι, πάγον ἀέροσ χαλαζώδη ποιοῦντι τὴν σελήνην ὑπὸ τῆσ τοῦ πυρὸσ σφαίρασ περιεχόμενον αὐτοὶ δὲ τὴν σελήνην σφαῖραν οὖσαν πυρὸσ ἀέρα φασὶν ἄλλον ἄλλῃ διεσπασμένον περιέχειν, καὶ ταῦτα μήτε ῥήξεισ ἔχουσαν ἐν ἑαυτῇ μήτε βάθη καὶ κοιλότητασ, ἅπερ οἱ γεώδη ποιοῦντεσ ἀπολείπουσιν; (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 5 1:10)
- ἀνάγκη γάρ, εἰσ ἄλληλα χωρούντων τῷ κεράννυσθαι, μὴ θάτερον μὲν περιέχειν περιέχεσθαι δὲ θάτερον, καὶ τὸ μὲν δέχεσθαι τὸ δ’ ἐνυπάρχειν οὕτω γὰρ οὐ κρᾶσισ ἁφὴ δὲ καὶ ψαῦσισ ἔσται τῶν ἐπιφανειῶν, τῆσ μὲν ἐντὸσ ὑποδυομένησ τῆσ δ’ ἐκτὸσ περιεχούσησ, τῶν δ’ ἄλλων μερῶν ἀμίκτων καὶ καθαρῶν ἐνδιαφερομένων· (Plutarch, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 37 10:3)
- καὶ ταὐτὸν ὁμοῦ τῷ ἐνυπάρχειν περιέχεσθαι καὶ τῷ δέχεσθαι περιέχειν θάτερον καὶ μηδ’ ἕτερον αὐτῶν αὖ πάλιν δυνατὸν εἶναι, συμβαίνειν δ’ ἀμφότερα, τῆσ κράσεωσ δι’ ἀλλήλων διιέναι καὶ μηδὲν ἐπιλείπεσθαι μηδενὸσ μόριον ἀλλὰ πᾶν παντὸσ ἀναπίμπλασθαι βιαζομένησ. (Plutarch, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 37 12:1)
- οὐ μὴν οὐδ’ ἀδύνατον οὐδ’ ἀσαφὲσ ἐξευρεῖν, ὅτι μὴ τῷ πλείστην ἐν ἑαυτῷ περιέχειν τὸ μέλι τὴν ξανθὴν χολὴν ἀλλ’ ἐν τῷ σώματι μεταβαλλόμενον εἰσ αὐτὴν ἀλλοιοῦταί τε καὶ τρέπεται. (Galen, On the Natural Faculties., B, section 845)
Synonyms
-
to pour round or over
Derived
- ἀμφιχέω (to pour around, to pour or spread over, to be poured or shed around)
- ἀναχέω (to pour forth)
- διαχέω (to pour different ways, to disperse, to cut up)
- ἐγκαταχέω (to pour in besides)
- ἐγχέω (to pour in, to pour in wine, to fill the cup)
- εἰσχέω (to pour in or into, to stream in)
- ἐκπροχέω (to pour forth)
- ἐκχέω (I pour out, I spill, I utter )
- ἐπιπροχέω (to pour forth)
- ἐπιχέω (to pour water over, to pour or shed over, to pour or throw)
- καταχέω (I pour down, on, in)
- παραχέω (to pour in beside, pour in, to heap up on the side)
- παρεκχέω (to pour out by degrees, to overflow)
- προσχέω (to pour to or on)
- προχέω (to pour forth or forward, pouring over)
- συγχέω (to pour together, commingle, confound)
- συνεκχέω (to pour out together)
- ὑποχέω (to pour, placed under, to pour out;)
- χέω ( I pour, I shed , I smelt)