Ancient Greek-English Dictionary Language

περιστείχω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: περιστείχω

Structure: περι (Prefix) + στείχ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to go round about

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιστείχω περιστείχεις περιστείχει
Dual περιστείχετον περιστείχετον
Plural περιστείχομεν περιστείχετε περιστείχουσιν*
SubjunctiveSingular περιστείχω περιστείχῃς περιστείχῃ
Dual περιστείχητον περιστείχητον
Plural περιστείχωμεν περιστείχητε περιστείχωσιν*
OptativeSingular περιστείχοιμι περιστείχοις περιστείχοι
Dual περιστείχοιτον περιστειχοίτην
Plural περιστείχοιμεν περιστείχοιτε περιστείχοιεν
ImperativeSingular περιστείχε περιστειχέτω
Dual περιστείχετον περιστειχέτων
Plural περιστείχετε περιστειχόντων, περιστειχέτωσαν
Infinitive περιστείχειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περιστειχων περιστειχοντος περιστειχουσα περιστειχουσης περιστειχον περιστειχοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιστείχομαι περιστείχει, περιστείχῃ περιστείχεται
Dual περιστείχεσθον περιστείχεσθον
Plural περιστειχόμεθα περιστείχεσθε περιστείχονται
SubjunctiveSingular περιστείχωμαι περιστείχῃ περιστείχηται
Dual περιστείχησθον περιστείχησθον
Plural περιστειχώμεθα περιστείχησθε περιστείχωνται
OptativeSingular περιστειχοίμην περιστείχοιο περιστείχοιτο
Dual περιστείχοισθον περιστειχοίσθην
Plural περιστειχοίμεθα περιστείχοισθε περιστείχοιντο
ImperativeSingular περιστείχου περιστειχέσθω
Dual περιστείχεσθον περιστειχέσθων
Plural περιστείχεσθε περιστειχέσθων, περιστειχέσθωσαν
Infinitive περιστείχεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περιστειχομενος περιστειχομενου περιστειχομενη περιστειχομενης περιστειχομενον περιστειχομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • "ἀλλ’ οἱο͂σ τὴν σελήνην περιστείχει κύκλοσ αὐτοῦ καὶ ὅσον ὑποτέμνεται μέροσ ἐκείνησ, τοιοῦτοσ ἕτεροσ; (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 1816)

Synonyms

  1. to go round about

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION