Ancient Greek-English Dictionary Language

περικυκλόω

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: περικυκλόω περικυκλώσω

Structure: περι (Prefix) + κυκλό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to encircle, encompass, to surround
  2. to go round

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περικυκλῶ περικυκλοῖς περικυκλοῖ
Dual περικυκλοῦτον περικυκλοῦτον
Plural περικυκλοῦμεν περικυκλοῦτε περικυκλοῦσιν*
SubjunctiveSingular περικυκλῶ περικυκλοῖς περικυκλοῖ
Dual περικυκλῶτον περικυκλῶτον
Plural περικυκλῶμεν περικυκλῶτε περικυκλῶσιν*
OptativeSingular περικυκλοῖμι περικυκλοῖς περικυκλοῖ
Dual περικυκλοῖτον περικυκλοίτην
Plural περικυκλοῖμεν περικυκλοῖτε περικυκλοῖεν
ImperativeSingular περικύκλου περικυκλούτω
Dual περικυκλοῦτον περικυκλούτων
Plural περικυκλοῦτε περικυκλούντων, περικυκλούτωσαν
Infinitive περικυκλοῦν
Participle MasculineFeminineNeuter
περικυκλων περικυκλουντος περικυκλουσα περικυκλουσης περικυκλουν περικυκλουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περικυκλοῦμαι περικυκλοῖ περικυκλοῦται
Dual περικυκλοῦσθον περικυκλοῦσθον
Plural περικυκλούμεθα περικυκλοῦσθε περικυκλοῦνται
SubjunctiveSingular περικυκλῶμαι περικυκλοῖ περικυκλῶται
Dual περικυκλῶσθον περικυκλῶσθον
Plural περικυκλώμεθα περικυκλῶσθε περικυκλῶνται
OptativeSingular περικυκλοίμην περικυκλοῖο περικυκλοῖτο
Dual περικυκλοῖσθον περικυκλοίσθην
Plural περικυκλοίμεθα περικυκλοῖσθε περικυκλοῖντο
ImperativeSingular περικυκλοῦ περικυκλούσθω
Dual περικυκλοῦσθον περικυκλούσθων
Plural περικυκλοῦσθε περικυκλούσθων, περικυκλούσθωσαν
Infinitive περικυκλοῦσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περικυκλουμενος περικυκλουμενου περικυκλουμενη περικυκλουμενης περικυκλουμενον περικυκλουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περικυκλώσω περικυκλώσεις περικυκλώσει
Dual περικυκλώσετον περικυκλώσετον
Plural περικυκλώσομεν περικυκλώσετε περικυκλώσουσιν*
OptativeSingular περικυκλώσοιμι περικυκλώσοις περικυκλώσοι
Dual περικυκλώσοιτον περικυκλωσοίτην
Plural περικυκλώσοιμεν περικυκλώσοιτε περικυκλώσοιεν
Infinitive περικυκλώσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περικυκλωσων περικυκλωσοντος περικυκλωσουσα περικυκλωσουσης περικυκλωσον περικυκλωσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περικυκλώσομαι περικυκλώσει, περικυκλώσῃ περικυκλώσεται
Dual περικυκλώσεσθον περικυκλώσεσθον
Plural περικυκλωσόμεθα περικυκλώσεσθε περικυκλώσονται
OptativeSingular περικυκλωσοίμην περικυκλώσοιο περικυκλώσοιτο
Dual περικυκλώσοισθον περικυκλωσοίσθην
Plural περικυκλωσοίμεθα περικυκλώσοισθε περικυκλώσοιντο
Infinitive περικυκλώσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περικυκλωσομενος περικυκλωσομενου περικυκλωσομενη περικυκλωσομενης περικυκλωσομενον περικυκλωσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to encircle

  2. to go round

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION