περιοικέω
ε 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
περιοικέω
περιοικήσω
형태분석:
περι
(접두사)
+
οἰκέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἔπειτα διαφθαρῆναι τὸ ὄνομα ὑπὸ τῶν περιοίκων βαρβάρων, καθάπερ καὶ ἄλλα πολλὰ διέφθαρται· (Arrian, Periplus Ponti Euxini, chapter 6 5:2)
(아리아노스, Periplus Ponti Euxini, chapter 6 5:2)
- ὁρμήσασα δὲ εἰσ Ἰνδοὺσ τὸ πρῶτον, ἔθνοσ μέγιστον τῶν ἐν τῷ βίῳ, οὐ χαλεπῶσ ἔπεισα καταβάντασ ἀπὸ τῶν ἐλεφάντων ἐμοὶ συνεῖναι, ὥστε καὶ γένοσ ὅλον, οἱ Βραχμᾶνεσ, τοῖσ Νεχραίοισ καὶ Ὀξυδράκαισ ὅμορον, οὗτοι πάντεσ ὑπ’ ἐμοὶ τάττονται καὶ βιοῦσίν τε ^ κατὰ τὰ ἡμῖν δοκοῦντα, τιμώμενοι πρὸσ τῶν περιοίκων ἁπάντων, καὶ ἀποθνήσκουσι παράδοξόν τινα τοῦ θανάτου τρόπον. (Lucian, Fugitivi, (no name) 6:5)
(루키아노스, Fugitivi, (no name) 6:5)
- καὶ ταύτην μὲν τοῖσ ὅπλα φέρειν δυναμένοισ τῶν περιοίκων μερισθῆναι, τὴν δὲ ἐντὸσ αὐτοῖσ Σπαρτιάταισ· (Plutarch, Agis, chapter 8 2:1)
(플루타르코스, Agis, chapter 8 2:1)
- ἀναπληρωθῆναι δὲ τούτουσ ἔκ τε περιοίκων καὶ ξένων, ὅσοι τροφῆσ μετεσχηκότεσ ἐλευθερίου καὶ χαρίεντεσ ἄλλωσ τοῖσ σώμασι καὶ καθ’ ἡλικίαν ἀκμάζοντεσ εἰε͂ν σύνταξιν δὲ τούτων εἰσ πεντεκαίδεκα γενέσθαι φιδίτια κατὰ τετρακοσίουσ καὶ διακοσίουσ, καὶ δίαιταν ἣν εἶχον οἱ πρόγονοι διαιτᾶσθαι. (Plutarch, Agis, chapter 8 2:2)
(플루타르코스, Agis, chapter 8 2:2)
- ἐσ ταύτην ὅσα ἔτη ἀπίεται ἐκ τῶν περιοίκων πρόβατα καὶ αἶγεσ ἱρὰ τῷ Ἑρμέῃ καὶ τῇ Ἀφροδίτῃ, καὶ ταῦτα ἀπηγριωμένα ἦν ὁρᾶν ὑπό χρόνου τε καὶ ἐρημίησ. (Arrian, Indica, chapter 37 11:1)
(아리아노스, Indica, chapter 37 11:1)
파생어
- ἀποικέω (이주하다, 이민하다, 쫓아내다)
- διοικέω (관리하다, 지배하다, 통치하다)
- εἰσοικέω (개척하다, 정착하다)
- ἐνοικέω (살다, 거주하다, 둔치다)
- ἐξοικέω (이주하다, 이민하다)
- ἐποικέω (개척하다, 정착하다)
- κατοικέω (개척하다, 정착하다, 살다)
- μετοικέω (개척하다, 정착하다)
- οἰκέω (살다, 거주하다, 개척하다)
- παροικέω (인접하다, 이웃하다, 접하다)
- προδιοικέω (명령하다, 지배하다, 통치하다)
- προεποικέω (to colonise before)
- προσοικέω (to dwell by or near, neighbouring tribes, to dwell in or near)
- προσσυνοικέω (~에 접촉해 있다, 뛰어오르다, 뿌리다)
- συνοικέω (to dwell together, to live with, to live together)
- ὑπεροικέω (to dwell above or beyond)
- ὑποικέω (불명확하다)