περιοικέω
ε 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
περιοικέω
περιοικήσω
형태분석:
περι
(접두사)
+
οἰκέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ταῦτ’ ἔστιν, ὦ Ἀνάχαρσι, ἃ τοὺσ νέουσ ἡμεῖσ ἀσκοῦμεν οἰόμενοι φύλακασ ἡμῖν τῆσ πόλεωσ ἀγαθοὺσ γενέσθαι καὶ ἐν ἐλευθερίᾳ βιώσεσθαι δι’ αὐτούσ, κρατοῦντεσ μὲν τῶν δυσμενῶν εἰ ἐπίοιεν, φοβεροὶ δὲ τοῖσ περιοίκοισ ὄντεσ, ὡσ ὑποπτήσσειν τε καὶ ὑποτελεῖν ἡμῖν τοὺσ πλείστουσ αὐτῶν. (Lucian, Anacharsis, (no name) 30:1)
(루키아노스, Anacharsis, (no name) 30:1)
- καὶ λαβὼν παρ’ αὐτῶν ὁρ́κουσ μὴ ἀφίξεσθαι πρότερον εἰσ τὴν χώραν, ἐὰν μὴ μετακληθῶσιν ἢ ὅταν τὸν μισθὸν μὴ λάβωσιν, ἀπέλυσα παραγγείλασ μήτε Ῥωμαίοισ πολεμεῖν μήτε τοῖσ περιοίκοισ· (Flavius Josephus, 92:1)
(플라비우스 요세푸스, 92:1)
- ἐπάγων δὲ τῷ λόγῳ τὸ ἔργον ἔνειμε τὴν μὲν ἄλλην τοῖσ περιοίκοισ Λακωνικὴν τρισμυρίουσ κλήρουσ, τὴν δὲ εἰσ τὸ ἄστυ τὴν Σπάρτην συντελοῦσαν ἐνακισχιλίουσ· (Plutarch, Lycurgus, chapter 8 3:1)
(플루타르코스, Lycurgus, chapter 8 3:1)
- ἡμερῶν δὲ δοθεισῶν τοῖσ μὲν Συρακουσίοισ εἰσ τὸ παρασκευάσαι τὰ περὶ τὴν ταφήν, τοῖσ δὲ περιοίκοισ καὶ ξένοισ εἰσ τὸ συνελθεῖν, τά τ’ ἄλλα λαμπρᾶσ χορηγίασ ἔτυχε, καὶ τὸ λέχοσ οἱ ψήφῳ τῶν νεανίσκων προκριθέντεσ ἔφερον κεκοσμημένον διὰ τῶν Διονυσίου τυραννείων τότε κατεσκαμμένων. (Plutarch, Timoleon, chapter 39 1:2)
(플루타르코스, Timoleon, chapter 39 1:2)
- ἦσαν δὲ αἱ πρῶται πόλεισ ἄρξασαι τοῦ πρὸσ αὐτὸν πολέμου Καινίνη καὶ Ἄντεμνα καὶ Κρουστομέρεια, πρόφασιν μὲν ποιούμεναι τὴν ἁρπαγὴν τῶν παρθένων καὶ τὸ μὴ λαβεῖν ὑπὲρ αὐτῶν δίκασ, ὡσ δὲ τἀληθὲσ εἶχεν ἀχθόμεναι τῇ κτίσει τε καὶ αὐξήσει τῆσ Ῥώμησ δι’ ὀλίγου πολλῇ γενομένῃ καὶ οὐκ ἀξιοῦσαι περιιδεῖν κοινὸν ἐπὶ τοῖσ περιοίκοισ ἅπασι κακὸν φυόμενον. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 32 3:1)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 32 3:1)
파생어
- ἀποικέω (이주하다, 이민하다, 쫓아내다)
- διοικέω (관리하다, 지배하다, 통치하다)
- εἰσοικέω (개척하다, 정착하다)
- ἐνοικέω (살다, 거주하다, 둔치다)
- ἐξοικέω (이주하다, 이민하다)
- ἐποικέω (개척하다, 정착하다)
- κατοικέω (개척하다, 정착하다, 살다)
- μετοικέω (개척하다, 정착하다)
- οἰκέω (살다, 거주하다, 개척하다)
- παροικέω (인접하다, 이웃하다, 접하다)
- προδιοικέω (명령하다, 지배하다, 통치하다)
- προεποικέω (to colonise before)
- προσοικέω (to dwell by or near, neighbouring tribes, to dwell in or near)
- προσσυνοικέω (~에 접촉해 있다, 뛰어오르다, 뿌리다)
- συνοικέω (to dwell together, to live with, to live together)
- ὑπεροικέω (to dwell above or beyond)
- ὑποικέω (불명확하다)