περιοικέω
ε 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
περιοικέω
περιοικήσω
형태분석:
περι
(접두사)
+
οἰκέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- συλλέγουσι δὲ ἄρα τὰ ᾠὰ καὶ ἐσπουδάκασι περὶ αὐτὰ οἱ περίοικοι, οὐχ ὡσ φαγεῖν μόνον, ἀλλὰ καὶ σκεύεσι χρῶνται κενώσαντεσ καὶ ἐκπώματα ποιοῦνται ἀπ̓ αὐτῶν· (Lucian, Dipsades 11:1)
(루키아노스, Dipsades 11:1)
- Σαυνῖται μέν γε καὶ Σιδικῖνοι καὶ Αὔσονεσ καὶ πάντεσ οἱ περίοικοι τοσούτου δεήσουσι Καμπανοῖσ τιμωροῦντεσ ἐφ’ ἡμᾶσ γε στρατεύειν, ὥστε ἀποχρῆν ὑπολήψονταί σφισιν, εἰ τὰ ἑαυτῶν ἐάσομεν ἑκάστοισ ἔχειν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 15, chapter 3 8:2)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 15, chapter 3 8:2)
- διὸ καὶ νῦν οἱ περίοικοι τὸν αὐτὸν τρόπον χρῶνται αὐτοῖσ, ὡσ κατασκευάσαντοσ Μίνω πρώτου τὴν τάξιν τῶν νόμων. (Aristotle, Politics, Book 2 253:1)
(아리스토텔레스, 정치학, Book 2 253:1)
- γεωργοῦσί τε γὰρ τοῖσ μὲν οἱ εἵλωτεσ τοῖσ δὲ Κρησὶν οἱ περίοικοι, καὶ συσσίτια παρ’ ἀμφοτέροισ ἔστιν, καὶ τό γε ἀρχαῖον ἐκάλουν οἱ Λάκωνεσ οὐ φιδίτια ἀλλὰ ἀνδρεῖα, καθάπερ οἱ Κρῆτεσ, ᾗ καὶ δῆλον ὅτι ἐκεῖθεν ἐλήλυθεν. (Aristotle, Politics, Book 2 256:2)
(아리스토텔레스, 정치학, Book 2 256:2)
- ἀπὸ πάντων γὰρ τῶν γινομένων καρπῶν τε καὶ βοσκημάτων δημοσίων, καὶ ἐκ τῶν φόρων οὓσ φέρουσιν οἱ περίοικοι, τέτακται μέροσ τὸ μὲν πρὸσ τοὺσ θεοὺσ καὶ τὰσ κοινὰσ λειτουργίασ, τὸ δὲ τοῖσ συσσιτίοισ, ὥστ’ ἐκ κοινοῦ τρέφεσθαι πάντασ, καὶ γυναῖκασ καὶ παῖδασ καὶ ἄνδρασ· (Aristotle, Politics, Book 2 262:1)
(아리스토텔레스, 정치학, Book 2 262:1)
파생어
- ἀποικέω (이주하다, 이민하다, 쫓아내다)
- διοικέω (관리하다, 지배하다, 통치하다)
- εἰσοικέω (개척하다, 정착하다)
- ἐνοικέω (살다, 거주하다, 둔치다)
- ἐξοικέω (이주하다, 이민하다)
- ἐποικέω (개척하다, 정착하다)
- κατοικέω (개척하다, 정착하다, 살다)
- μετοικέω (개척하다, 정착하다)
- οἰκέω (살다, 거주하다, 개척하다)
- παροικέω (인접하다, 이웃하다, 접하다)
- προδιοικέω (명령하다, 지배하다, 통치하다)
- προεποικέω (to colonise before)
- προσοικέω (to dwell by or near, neighbouring tribes, to dwell in or near)
- προσσυνοικέω (~에 접촉해 있다, 뛰어오르다, 뿌리다)
- συνοικέω (to dwell together, to live with, to live together)
- ὑπεροικέω (to dwell above or beyond)
- ὑποικέω (불명확하다)