헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιοδεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιοδεύω περιοδεύσω

형태분석: περι (접두사) + ὁδεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to go all round

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιοδεύω

περιοδεύεις

περιοδεύει

쌍수 περιοδεύετον

περιοδεύετον

복수 περιοδεύομεν

περιοδεύετε

περιοδεύουσιν*

접속법단수 περιοδεύω

περιοδεύῃς

περιοδεύῃ

쌍수 περιοδεύητον

περιοδεύητον

복수 περιοδεύωμεν

περιοδεύητε

περιοδεύωσιν*

기원법단수 περιοδεύοιμι

περιοδεύοις

περιοδεύοι

쌍수 περιοδεύοιτον

περιοδευοίτην

복수 περιοδεύοιμεν

περιοδεύοιτε

περιοδεύοιεν

명령법단수 περιόδευε

περιοδευέτω

쌍수 περιοδεύετον

περιοδευέτων

복수 περιοδεύετε

περιοδευόντων, περιοδευέτωσαν

부정사 περιοδεύειν

분사 남성여성중성
περιοδευων

περιοδευοντος

περιοδευουσα

περιοδευουσης

περιοδευον

περιοδευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιοδεύομαι

περιοδεύει, περιοδεύῃ

περιοδεύεται

쌍수 περιοδεύεσθον

περιοδεύεσθον

복수 περιοδευόμεθα

περιοδεύεσθε

περιοδεύονται

접속법단수 περιοδεύωμαι

περιοδεύῃ

περιοδεύηται

쌍수 περιοδεύησθον

περιοδεύησθον

복수 περιοδευώμεθα

περιοδεύησθε

περιοδεύωνται

기원법단수 περιοδευοίμην

περιοδεύοιο

περιοδεύοιτο

쌍수 περιοδεύοισθον

περιοδευοίσθην

복수 περιοδευοίμεθα

περιοδεύοισθε

περιοδεύοιντο

명령법단수 περιοδεύου

περιοδευέσθω

쌍수 περιοδεύεσθον

περιοδευέσθων

복수 περιοδεύεσθε

περιοδευέσθων, περιοδευέσθωσαν

부정사 περιοδεύεσθαι

분사 남성여성중성
περιοδευομενος

περιοδευομενου

περιοδευομενη

περιοδευομενης

περιοδευομενον

περιοδευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιοδεύσω

περιοδεύσεις

περιοδεύσει

쌍수 περιοδεύσετον

περιοδεύσετον

복수 περιοδεύσομεν

περιοδεύσετε

περιοδεύσουσιν*

기원법단수 περιοδεύσοιμι

περιοδεύσοις

περιοδεύσοι

쌍수 περιοδεύσοιτον

περιοδευσοίτην

복수 περιοδεύσοιμεν

περιοδεύσοιτε

περιοδεύσοιεν

부정사 περιοδεύσειν

분사 남성여성중성
περιοδευσων

περιοδευσοντος

περιοδευσουσα

περιοδευσουσης

περιοδευσον

περιοδευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιοδεύσομαι

περιοδεύσει, περιοδεύσῃ

περιοδεύσεται

쌍수 περιοδεύσεσθον

περιοδεύσεσθον

복수 περιοδευσόμεθα

περιοδεύσεσθε

περιοδεύσονται

기원법단수 περιοδευσοίμην

περιοδεύσοιο

περιοδεύσοιτο

쌍수 περιοδεύσοισθον

περιοδευσοίσθην

복수 περιοδευσοίμεθα

περιοδεύσοισθε

περιοδεύσοιντο

부정사 περιοδεύσεσθαι

분사 남성여성중성
περιοδευσομενος

περιοδευσομενου

περιοδευσομενη

περιοδευσομενης

περιοδευσομενον

περιοδευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to go all round

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION