- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιλείχω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: perileichō 고전 발음: [뻬릴레코:] 신약 발음: [빼릴리코]

기본형: περιλείχω περιλείξω

형태분석: περι (접두사) + λείχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to lick all round

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιλείχω

περιλείχεις

περιλείχει

쌍수 περιλείχετον

περιλείχετον

복수 περιλείχομεν

περιλείχετε

περιλείχουσι(ν)

접속법단수 περιλείχω

περιλείχῃς

περιλείχῃ

쌍수 περιλείχητον

περιλείχητον

복수 περιλείχωμεν

περιλείχητε

περιλείχωσι(ν)

기원법단수 περιλείχοιμι

περιλείχοις

περιλείχοι

쌍수 περιλείχοιτον

περιλειχοίτην

복수 περιλείχοιμεν

περιλείχοιτε

περιλείχοιεν

명령법단수 περιλείχε

περιλειχέτω

쌍수 περιλείχετον

περιλειχέτων

복수 περιλείχετε

περιλειχόντων, περιλειχέτωσαν

부정사 περιλείχειν

분사 남성여성중성
περιλειχων

περιλειχοντος

περιλειχουσα

περιλειχουσης

περιλειχον

περιλειχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιλείχομαι

περιλείχει, περιλείχῃ

περιλείχεται

쌍수 περιλείχεσθον

περιλείχεσθον

복수 περιλειχόμεθα

περιλείχεσθε

περιλείχονται

접속법단수 περιλείχωμαι

περιλείχῃ

περιλείχηται

쌍수 περιλείχησθον

περιλείχησθον

복수 περιλειχώμεθα

περιλείχησθε

περιλείχωνται

기원법단수 περιλειχοίμην

περιλείχοιο

περιλείχοιτο

쌍수 περιλείχοισθον

περιλειχοίσθην

복수 περιλειχοίμεθα

περιλείχοισθε

περιλείχοιντο

명령법단수 περιλείχου

περιλειχέσθω

쌍수 περιλείχεσθον

περιλειχέσθων

복수 περιλείχεσθε

περιλειχέσθων, περιλειχέσθωσαν

부정사 περιλείχεσθαι

분사 남성여성중성
περιλειχομενος

περιλειχομενου

περιλειχομενη

περιλειχομενης

περιλειχομενον

περιλειχομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τούτω δ ὑπὸ τὴν φοινικίδ ὑποδύνθ ἡσυχῇ τὰ βλέφαρα περιέλειχον, ὥς γ ἐμοὶ δοκεῖ: (Aristophanes, Plutus, Episode 2:33)

    (아리스토파네스, Plutus, Episode 2:33)

  • καί ποτε ὀψοφάγον μιμούμενον ἐξείραντα τὴν γλῶσσαν περιλείχειν τὰ χείλη. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 382)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 382)

  • ὁ δ᾿ αὖ Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχρισμένου ὥσπερ καδίσκου περιέλειχε τὸ στόμα. (Dio, Chrysostom, Orationes, 29:2)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 29:2)

유의어

  1. to lick all round

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION