- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνοδεύω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: synodeuō 고전 발음: [쉬노데워:] 신약 발음: [쉬노데워]

기본형: συνοδεύω συνοδεύσω

형태분석: συν (접두사) + ὁδεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to travel in company

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνοδεύω

συνοδεύεις

συνοδεύει

쌍수 συνοδεύετον

συνοδεύετον

복수 συνοδεύομεν

συνοδεύετε

συνοδεύουσι(ν)

접속법단수 συνοδεύω

συνοδεύῃς

συνοδεύῃ

쌍수 συνοδεύητον

συνοδεύητον

복수 συνοδεύωμεν

συνοδεύητε

συνοδεύωσι(ν)

기원법단수 συνοδεύοιμι

συνοδεύοις

συνοδεύοι

쌍수 συνοδεύοιτον

συνοδευοίτην

복수 συνοδεύοιμεν

συνοδεύοιτε

συνοδεύοιεν

명령법단수 συνόδευε

συνοδευέτω

쌍수 συνοδεύετον

συνοδευέτων

복수 συνοδεύετε

συνοδευόντων, συνοδευέτωσαν

부정사 συνοδεύειν

분사 남성여성중성
συνοδευων

συνοδευοντος

συνοδευουσα

συνοδευουσης

συνοδευον

συνοδευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνοδεύομαι

συνοδεύει, συνοδεύῃ

συνοδεύεται

쌍수 συνοδεύεσθον

συνοδεύεσθον

복수 συνοδευόμεθα

συνοδεύεσθε

συνοδεύονται

접속법단수 συνοδεύωμαι

συνοδεύῃ

συνοδεύηται

쌍수 συνοδεύησθον

συνοδεύησθον

복수 συνοδευώμεθα

συνοδεύησθε

συνοδεύωνται

기원법단수 συνοδευοίμην

συνοδεύοιο

συνοδεύοιτο

쌍수 συνοδεύοισθον

συνοδευοίσθην

복수 συνοδευοίμεθα

συνοδεύοισθε

συνοδεύοιντο

명령법단수 συνοδεύου

συνοδευέσθω

쌍수 συνοδεύεσθον

συνοδευέσθων

복수 συνοδεύεσθε

συνοδευέσθων, συνοδευέσθωσαν

부정사 συνοδεύεσθαι

분사 남성여성중성
συνοδευομενος

συνοδευομενου

συνοδευομενη

συνοδευομενης

συνοδευομενον

συνοδευομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "τὸν γοῦν Θεαγένη τοῦτο μάλιστα αἰτιάσαιτο ἄν τις, ὅτι τἄλλα ζηλῶν τἀνδρὸς οὐχ ἕπεται τῷ διδασκάλῳ καὶ συνοδεύει παρὰ τὸν Ἡρακλέα, ὥς φησιν, ἀπιόντι, δυνάμενος ἐν βραχεῖ πανευδαίμων γενέσθαι συνεμπεσὼν ἐπὶ κεφαλὴν ^ ἐς τὸ πῦρ . (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:67)

    (루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 9:67)

  • αὐτὸς μὲν οὖν, ὥσπερ ἀεί, πεζὸς ἐβάδιζεν, οἱ δὲ φίλοι συνώδευον ἵπποις χρώμενοι. (Plutarch, Pompey, chapter 40 2:1)

    (플루타르코스, Pompey, chapter 40 2:1)

  • ὥστε τί οὐ συνοδεύεις τοῖς περὶ Τηλέμαχον, ἀλλ ἀναχωρεῖς εἰς τοὐπίσω· (Strabo, Geography, Book 8, chapter 3 34:20)

    (스트라본, 지리학, Book 8, chapter 3 34:20)

유의어

  1. to travel in company

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION