περικαλύπτω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
περικαλύπτω
περικαλύψω
형태분석:
περι
(접두사)
+
καλύπτ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 두다, 놓다, 놓이다, 위치시키다, 억제하다
- to cover all round
- to put round as a covering, put, as a cloak round, to throw a veil
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τὰσ ροὰσ τετρακοσίασ ἀμφοτέροισ τοῖσ δικτύοισ, δύο στίχοι ροῶν τῷ δικτύῳ τῷ ἑνὶ περικαλύπτειν ἀμφότερα τὰ ὄντα τὰ στρεπτὰ τῆσ μεχωνὼθ ἐπ̓ ἀμφοτέροισ τοῖσ στύλοισ, (Septuagint, Liber I Regum 7:28)
(70인역 성경, 열왕기 상권 7:28)
- ἀλλ’ ἤ τινα ἀγελαιοκομικὴν ἢ θεραπευτικὴν ἢ καί τινα ἐπιμελητικὴν αὐτὴν ὀνομάσασιν ὡσ κατὰ πάντων ἐξῆν περικαλύπτειν καὶ τὸν πολιτικὸν ἅμα τοῖσ ἄλλοισ, ἐπειδὴ δεῖν τοῦτ’ ἐσήμαινεν ὁ λόγοσ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 113:3)
(플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 113:3)
- Καὶ ἤρξαντό τινεσ ἐμπτύειν αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν αὐτοῦ τὸ πρόσωπον καὶ κολαφίζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ Προφήτευσον, καὶ οἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔλαβον. (, chapter 10 256:1)
(, chapter 10 256:1)
유의어
-
to cover all round
-
두다
- προκαλύπτω (to hang before as a covering, to put over oneself as a screen or cloak, putting)
파생어
- ἀμφικαλύπτω (두다, 놓다, 놓이다)
- ἀνακαλύπτω (밝히다, 드러내다, 들추다)
- ἀποκαλύπτω (밝히다, 드러내다)
- διακαλύπτω (to reveal to view)
- ἐγκαλύπτω (싸다, 면밀히 덮다, 베일에 숨기다)
- ἐκκαλύπτω (밝히다, 드러내다, 노출시키다)
- ἐπικαλύπτω (감추다, 가리다, 숨기다)
- καλύπτω (덮다, 숨기다, 감추다)
- κατακαλύπτω (가리다, 은폐하다, 은닉하다)
- καταμφικαλύπτω (to put all round)
- παρακαλύπτω (속이다, 가장하다, 숨기다)
- προκαλύπτω (뒤덮다, 압도하다, 감추다)
- προσανακαλύπτω (to disclose besides)
- συγκαλύπτω (to cover or veil completely, muffled up, to wrap oneself up)