헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περικαλύπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περικαλύπτω περικαλύψω

형태분석: περι (접두사) + καλύπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 두다, 놓다, 놓이다, 위치시키다, 억제하다
  1. to cover all round
  2. to put round as a covering, put, as a cloak round, to throw a veil

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περικαλύπτω

περικαλύπτεις

περικαλύπτει

쌍수 περικαλύπτετον

περικαλύπτετον

복수 περικαλύπτομεν

περικαλύπτετε

περικαλύπτουσιν*

접속법단수 περικαλύπτω

περικαλύπτῃς

περικαλύπτῃ

쌍수 περικαλύπτητον

περικαλύπτητον

복수 περικαλύπτωμεν

περικαλύπτητε

περικαλύπτωσιν*

기원법단수 περικαλύπτοιμι

περικαλύπτοις

περικαλύπτοι

쌍수 περικαλύπτοιτον

περικαλυπτοίτην

복수 περικαλύπτοιμεν

περικαλύπτοιτε

περικαλύπτοιεν

명령법단수 περικάλυπτε

περικαλυπτέτω

쌍수 περικαλύπτετον

περικαλυπτέτων

복수 περικαλύπτετε

περικαλυπτόντων, περικαλυπτέτωσαν

부정사 περικαλύπτειν

분사 남성여성중성
περικαλυπτων

περικαλυπτοντος

περικαλυπτουσα

περικαλυπτουσης

περικαλυπτον

περικαλυπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περικαλύπτομαι

περικαλύπτει, περικαλύπτῃ

περικαλύπτεται

쌍수 περικαλύπτεσθον

περικαλύπτεσθον

복수 περικαλυπτόμεθα

περικαλύπτεσθε

περικαλύπτονται

접속법단수 περικαλύπτωμαι

περικαλύπτῃ

περικαλύπτηται

쌍수 περικαλύπτησθον

περικαλύπτησθον

복수 περικαλυπτώμεθα

περικαλύπτησθε

περικαλύπτωνται

기원법단수 περικαλυπτοίμην

περικαλύπτοιο

περικαλύπτοιτο

쌍수 περικαλύπτοισθον

περικαλυπτοίσθην

복수 περικαλυπτοίμεθα

περικαλύπτοισθε

περικαλύπτοιντο

명령법단수 περικαλύπτου

περικαλυπτέσθω

쌍수 περικαλύπτεσθον

περικαλυπτέσθων

복수 περικαλύπτεσθε

περικαλυπτέσθων, περικαλυπτέσθωσαν

부정사 περικαλύπτεσθαι

분사 남성여성중성
περικαλυπτομενος

περικαλυπτομενου

περικαλυπτομενη

περικαλυπτομενης

περικαλυπτομενον

περικαλυπτομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περικαλύψω

περικαλύψεις

περικαλύψει

쌍수 περικαλύψετον

περικαλύψετον

복수 περικαλύψομεν

περικαλύψετε

περικαλύψουσιν*

기원법단수 περικαλύψοιμι

περικαλύψοις

περικαλύψοι

쌍수 περικαλύψοιτον

περικαλυψοίτην

복수 περικαλύψοιμεν

περικαλύψοιτε

περικαλύψοιεν

부정사 περικαλύψειν

분사 남성여성중성
περικαλυψων

περικαλυψοντος

περικαλυψουσα

περικαλυψουσης

περικαλυψον

περικαλυψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περικαλύψομαι

περικαλύψει, περικαλύψῃ

περικαλύψεται

쌍수 περικαλύψεσθον

περικαλύψεσθον

복수 περικαλυψόμεθα

περικαλύψεσθε

περικαλύψονται

기원법단수 περικαλυψοίμην

περικαλύψοιο

περικαλύψοιτο

쌍수 περικαλύψοισθον

περικαλυψοίσθην

복수 περικαλυψοίμεθα

περικαλύψοισθε

περικαλύψοιντο

부정사 περικαλύψεσθαι

분사 남성여성중성
περικαλυψομενος

περικαλυψομενου

περικαλυψομενη

περικαλυψομενης

περικαλυψομενον

περικαλυψομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ὦ ἄνθρωπε, ὅστισ εἶ καὶ ὅθεν ἥκεισ, ὅτι μὲν γὰρ ἥξεισ, οἶδα, ἐγὼ Κῦρόσ εἰμι ὁ Πέρσαισ κτησάμενοσ τὴν ἀρχήν, μὴ οὖν τῆσ ὀλίγησ μοι ταύτησ γῆσ φθονήσῃσ ἣ τοὐμὸν σῶμα περικαλύπτει. (Plutarch, Alexander, chapter 69 2:3)

    (플루타르코스, Alexander, chapter 69 2:3)

  • Ποσειδῶν δὲ Φαίαξι μηνίσασ τὴν μὲν ναῦν ἀπελίθωσε, τὴν δὲ πόλιν ὄρει περικαλύπτει. (Apollodorus, Library and Epitome, book E, chapter 7 25:2)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book E, chapter 7 25:2)

유의어

  1. to cover all round

  2. 두다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION