συγκαλύπτω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συγκαλύπτω
συγκαλύψω
형태분석:
συγ
(접두사)
+
καλύπτ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to cover or veil completely, muffled up, to wrap oneself up, cover one's face
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ ἦν τὰ Χερουβὶμ διαπεπετακότα τὰσ πτέρυγασ αὐτῶν ἐπὶ τὸν τόπον τῆσ κιβωτοῦ, καὶ συνεκάλυπτε τὰ Χερουβὶμ ἐπὶ τὴν κιβωτὸν καὶ ἐπὶ τοὺσ ἀναφορεῖσ αὐτῆσ ἐπάνωθεν. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 5:8)
(70인역 성경, 역대기 하권 5:8)
- παραδέδονται γὰρ εἰσ χεῖρασ ἀσεβοῦσ. πρόσωπα κριτῶν αὐτῆσ συγκαλύπτει. εἰ δὲ μὴ αὐτόσ ἐστι, τίσ ἐστιν̣ (Septuagint, Liber Iob 9:24)
(70인역 성경, 욥기 9:24)
- ὃ δὴ καὶ συνέβαινεν οὐ γὰρ ἠνείχοντο τῶν ὑσσῶν ἀναφερομένων, οὐδὲ ἐτόλμων ἐν ὀφθαλμοῖσ τὸν σίδηρον ὁρῶντεσ, ἀλλ’ ἀπεστρέφοντο καὶ συνεκαλύπτοντο φειδόμενοι τῶν προσώπων καὶ τέλοσ οὕτωσ ταράξαντασ ἑαυτοὺσ ἐτράποντο φεύγειν αἴσχιστα, λυμηνάμενοι τὸ σύμπαν εὐθὺσ γὰρ οἱ μὲν νενικηκότεσ τούτουσ ἐκυκλοῦντο τοὺσ πεζοὺσ καὶ κατὰ νώτου προσπίπτοντεσ ἔκοπτον. (Plutarch, Caesar, chapter 45 3:1)
(플루타르코스, Caesar, chapter 45 3:1)
- ἀλλ’ ἐπειδὴ οἶμαι χρωμένοισ ἄμεινον τὸ ἀποδύεσθαι τοῦ συγκαλύπτειν πάντα τὰ τοιαῦτα ἐφάνη, καὶ τὸ ἐν τοῖσ ὀφθαλμοῖσ δὴ γελοῖον ἐξερρύη ὑπὸ τοῦ ἐν τοῖσ λόγοισ μηνυθέντοσ ἀρίστου· (Plato, Republic, book 5 70:1)
(플라톤, Republic, book 5 70:1)
파생어
- ἀμφικαλύπτω (두다, 놓다, 놓이다)
- ἀνακαλύπτω (밝히다, 드러내다, 들추다)
- ἀποκαλύπτω (밝히다, 드러내다)
- διακαλύπτω (to reveal to view)
- ἐγκαλύπτω (싸다, 면밀히 덮다, 베일에 숨기다)
- ἐκκαλύπτω (밝히다, 드러내다, 노출시키다)
- ἐπικαλύπτω (감추다, 가리다, 숨기다)
- καλύπτω (덮다, 숨기다, 감추다)
- κατακαλύπτω (가리다, 은폐하다, 은닉하다)
- καταμφικαλύπτω (to put all round)
- παρακαλύπτω (속이다, 가장하다, 숨기다)
- περικαλύπτω (두다, 놓다, 놓이다)
- προκαλύπτω (뒤덮다, 압도하다, 감추다)
- προσανακαλύπτω (to disclose besides)