συγκαλύπτω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συγκαλύπτω
συγκαλύψω
형태분석:
συγ
(접두사)
+
καλύπτ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to cover or veil completely, muffled up, to wrap oneself up, cover one's face
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- Δαρεῖον ἰδὼν κατηκοντισμένον οὐκ ἔθυσεν οὐδ’ ἐπαιάνισεν ὡσ τοῦ μακροῦ πολέμου τέλοσ ἔχοντοσ, ἀλλὰ τὴν χλαμύδα τὴν ἑαυτοῦ περιελὼν ἐπέρριψε τῷ νεκρῷ καθάπερ τινὰ τύχησ βασιλικῆσ νέμεσιν συγκαλύπτων φιλοσόφωσ. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 1, section 11 9:2)
(플루타르코스, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 1, section 11 9:2)
- Δαρεῖον ἰδὼν κατηκοντισμένον οὐκ ἔθυσεν οὐδ’ ἐπαιάνισεν ὡσ τοῦ μακροῦ πολέμου τέλοσ ἔχοντοσ, ἀλλὰ τὴν χλαμύδα τὴν ἑαυτοῦ περιελὼν ἐπέρριψε τῷ νεκρῷ καθάπερ τὴν νέμεσιν τύχησ βασιλικῆσ συγκαλύπτων· (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 1, section 11 2:9)
(플루타르코스, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 1, section 11 2:9)
- τὰσ δὲ δὴ πρόσθεν μολούσασ λιπαραυγεῖσ πορθμίδασ πολλῶν ἀγαθῶν πάλιν εἴσφερον γεμούσασ, τὰσ ἐφήμεροι καλέοντι νῦν τραπέζασ δευτέρασ, ἀθάνατοι δὲ τ’ Ἀμαλθείασ κέρασ, ταῖσι δ’ ἐν μέσαισ ἐγκαθιδρύθη μέγα χάρμα βροτοῖσ, λευκὸσ μυελὸσ γλυκερόσ, λεπτοῖσ ἀράχνασ ἐναλιγκίοισι πέπλοισ συγκαλύπτων ὄψιν αἰσχύνασ ὕπο, μὴ κατίδῃ τισ μηλογενὲσ πῶυ λιπόντ’ ἀνάγκαισ ξηρὸν ἐν ξηραῖσ Ἀρισταίου παλιρρύτοισι παγαῖσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 50 2:1)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 50 2:1)
파생어
- ἀμφικαλύπτω (두다, 놓다, 놓이다)
- ἀνακαλύπτω (밝히다, 드러내다, 들추다)
- ἀποκαλύπτω (밝히다, 드러내다)
- διακαλύπτω (to reveal to view)
- ἐγκαλύπτω (싸다, 면밀히 덮다, 베일에 숨기다)
- ἐκκαλύπτω (밝히다, 드러내다, 노출시키다)
- ἐπικαλύπτω (감추다, 가리다, 숨기다)
- καλύπτω (덮다, 숨기다, 감추다)
- κατακαλύπτω (가리다, 은폐하다, 은닉하다)
- καταμφικαλύπτω (to put all round)
- παρακαλύπτω (속이다, 가장하다, 숨기다)
- περικαλύπτω (두다, 놓다, 놓이다)
- προκαλύπτω (뒤덮다, 압도하다, 감추다)
- προσανακαλύπτω (to disclose besides)