παραχέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
παραχέω
παραχεῶ
παρέχεα
παρακέχυκα
Structure:
παρα
(Prefix)
+
χέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to pour in beside, pour in
- to heap up on the side
- to lie spread out near
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐγὼ δ’ ἐμαυτοῦ σοι πεῖραν παρέχω, ὁποῖὸσ τίσ εἰμι τὴν μνήμην ὑποκριτήσ, οὐδὲν ἀγγέλου τὰ ἄλλα τραγικοῦ διαφέρων. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 9:2)
- γυμνὸν ἀποδύσαντά με κέλευε πρὸσ τῇ σανίδι δεῖν τὸν τοξότην, ἵνα μὴ ’ν κροκωτοῖσ καὶ μίτραισ γέρων ἀνὴρ γέλωτα παρέχω τοῖσ κόραξιν ἑστιῶν. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Episode 1:37)
- σκώπτειν πειρᾷ καὶ κωμῳδεῖν τοῦ σπουδάζειν ἀμελήσασ, οὐ γιγνώσκων ὅτι τοῦ Πλούτου παρέχω βελτίονασ ἄνδρασ καὶ τὴν γνώμην καὶ τὴν ἰδέαν. (Aristophanes, Plutus, Agon, epirrheme 1:17)
- νῦν οὖν ἀτεχνῶσ ὅ τι βούλονται τουτὶ τοὐμὸν σῶμ’ αὐτοῖσιν παρέχω, τύπτειν πεινῆν διψῆν αὐχμεῖν ῥιγῶν ἀσκὸν δείρειν, εἴπερ τὰ χρέα διαφευξοῦμαι, τοῖσ τ’ ἀνθρώποισ εἶναι δόξω θρασὺσ εὔγλωττοσ τολμηρὸσ ἴτησ βδελυρὸσ ψευδῶν συγκολλητὴσ εὑρησιεπὴσ περίτριμμα δικῶν κύρβισ κρόταλον κίναδοσ τρύμη μάσθλησ εἴρων γλοιὸσ ἀλαζὼν κέντρων μιαρὸσ στρόφισ ἀργαλέοσ ματιολοιχόσ· (Aristophanes, Clouds, Choral, anapests 2:3)
- "Ζεὺσ γὰρ ἐγὼ αὐτοῖσ βίον παρέχω. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 33 3:3)
Synonyms
-
to pour in beside
-
to heap up on the side
-
to lie spread out near
Derived
- ἀμφιχέω (to pour around, to pour or spread over, to be poured or shed around)
- ἀναχέω (to pour forth)
- διαχέω (to pour different ways, to disperse, to cut up)
- ἐγκαταχέω (to pour in besides)
- ἐγχέω (to pour in, to pour in wine, to fill the cup)
- εἰσχέω (to pour in or into, to stream in)
- ἐκπροχέω (to pour forth)
- ἐκχέω (I pour out, I spill, I utter )
- ἐπιπροχέω (to pour forth)
- ἐπιχέω (to pour water over, to pour or shed over, to pour or throw)
- καταχέω (I pour down, on, in)
- παρεκχέω (to pour out by degrees, to overflow)
- περιχέω (to pour round or over, having spread, round)
- προσχέω (to pour to or on)
- προχέω (to pour forth or forward, pouring over)
- συγχέω (to pour together, commingle, confound)
- συνεκχέω (to pour out together)
- ὑποχέω (to pour, placed under, to pour out;)
- χέω ( I pour, I shed , I smelt)