헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραχέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραχέω παραχεῶ παρέχεα παρακέχυκα

형태분석: παρα (접두사) + χέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 담그다
  1. to pour in beside, pour in
  2. to heap up on the side
  3. to lie spread out near

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παράχω

(나는) 담근다

παράχεις

(너는) 담근다

παράχει

(그는) 담근다

쌍수 παράχειτον

(너희 둘은) 담근다

παράχειτον

(그 둘은) 담근다

복수 παράχουμεν

(우리는) 담근다

παράχειτε

(너희는) 담근다

παράχουσιν*

(그들은) 담근다

접속법단수 παράχω

(나는) 담그자

παράχῃς

(너는) 담그자

παράχῃ

(그는) 담그자

쌍수 παράχητον

(너희 둘은) 담그자

παράχητον

(그 둘은) 담그자

복수 παράχωμεν

(우리는) 담그자

παράχητε

(너희는) 담그자

παράχωσιν*

(그들은) 담그자

기원법단수 παράχοιμι

(나는) 담그기를 (바라다)

παράχοις

(너는) 담그기를 (바라다)

παράχοι

(그는) 담그기를 (바라다)

쌍수 παράχοιτον

(너희 둘은) 담그기를 (바라다)

παραχοίτην

(그 둘은) 담그기를 (바라다)

복수 παράχοιμεν

(우리는) 담그기를 (바라다)

παράχοιτε

(너희는) 담그기를 (바라다)

παράχοιεν

(그들은) 담그기를 (바라다)

명령법단수 παράχει

(너는) 담가라

παραχεῖτω

(그는) 담가라

쌍수 παράχειτον

(너희 둘은) 담가라

παραχεῖτων

(그 둘은) 담가라

복수 παράχειτε

(너희는) 담가라

παραχοῦντων, παραχεῖτωσαν

(그들은) 담가라

부정사 παράχειν

담그는 것

분사 남성여성중성
παραχων

παραχουντος

παραχουσα

παραχουσης

παραχουν

παραχουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παράχουμαι

(나는) 담그여진다

παράχει, παράχῃ

(너는) 담그여진다

παράχειται

(그는) 담그여진다

쌍수 παράχεισθον

(너희 둘은) 담그여진다

παράχεισθον

(그 둘은) 담그여진다

복수 παραχοῦμεθα

(우리는) 담그여진다

παράχεισθε

(너희는) 담그여진다

παράχουνται

(그들은) 담그여진다

접속법단수 παράχωμαι

(나는) 담그여지자

παράχῃ

(너는) 담그여지자

παράχηται

(그는) 담그여지자

쌍수 παράχησθον

(너희 둘은) 담그여지자

παράχησθον

(그 둘은) 담그여지자

복수 παραχώμεθα

(우리는) 담그여지자

παράχησθε

(너희는) 담그여지자

παράχωνται

(그들은) 담그여지자

기원법단수 παραχοίμην

(나는) 담그여지기를 (바라다)

παράχοιο

(너는) 담그여지기를 (바라다)

παράχοιτο

(그는) 담그여지기를 (바라다)

쌍수 παράχοισθον

(너희 둘은) 담그여지기를 (바라다)

παραχοίσθην

(그 둘은) 담그여지기를 (바라다)

복수 παραχοίμεθα

(우리는) 담그여지기를 (바라다)

παράχοισθε

(너희는) 담그여지기를 (바라다)

παράχοιντο

(그들은) 담그여지기를 (바라다)

명령법단수 παράχου

(너는) 담그여져라

παραχεῖσθω

(그는) 담그여져라

쌍수 παράχεισθον

(너희 둘은) 담그여져라

παραχεῖσθων

(그 둘은) 담그여져라

복수 παράχεισθε

(너희는) 담그여져라

παραχεῖσθων, παραχεῖσθωσαν

(그들은) 담그여져라

부정사 παράχεισθαι

담그여지는 것

분사 남성여성중성
παραχουμενος

παραχουμενου

παραχουμενη

παραχουμενης

παραχουμενον

παραχουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρε͂χουν

(나는) 담그고 있었다

παρε͂χεις

(너는) 담그고 있었다

παρε͂χειν*

(그는) 담그고 있었다

쌍수 παρέχειτον

(너희 둘은) 담그고 있었다

παρεχεῖτην

(그 둘은) 담그고 있었다

복수 παρέχουμεν

(우리는) 담그고 있었다

παρέχειτε

(너희는) 담그고 있었다

παρε͂χουν

(그들은) 담그고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεχοῦμην

(나는) 담그여지고 있었다

παρέχου

(너는) 담그여지고 있었다

παρέχειτο

(그는) 담그여지고 있었다

쌍수 παρέχεισθον

(너희 둘은) 담그여지고 있었다

παρεχεῖσθην

(그 둘은) 담그여지고 있었다

복수 παρεχοῦμεθα

(우리는) 담그여지고 있었다

παρέχεισθε

(너희는) 담그여지고 있었다

παρέχουντο

(그들은) 담그여지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρέχεα

(나는) 담갔다

παρέχεας

(너는) 담갔다

παρε͂χειν*

(그는) 담갔다

쌍수 παρεχέατον

(너희 둘은) 담갔다

παρεχεάτην

(그 둘은) 담갔다

복수 παρεχέαμεν

(우리는) 담갔다

παρεχέατε

(너희는) 담갔다

παρέχεαν

(그들은) 담갔다

접속법단수 παράχω

(나는) 담갔자

παράχῃς

(너는) 담갔자

παράχῃ

(그는) 담갔자

쌍수 παράχητον

(너희 둘은) 담갔자

παράχητον

(그 둘은) 담갔자

복수 παράχωμεν

(우리는) 담갔자

παράχητε

(너희는) 담갔자

παράχωσιν*

(그들은) 담갔자

기원법단수 παραχέαιμι

(나는) 담갔기를 (바라다)

παραχέαις

(너는) 담갔기를 (바라다)

παραχέαι

(그는) 담갔기를 (바라다)

쌍수 παραχέαιτον

(너희 둘은) 담갔기를 (바라다)

παραχεαίτην

(그 둘은) 담갔기를 (바라다)

복수 παραχέαιμεν

(우리는) 담갔기를 (바라다)

παραχέαιτε

(너희는) 담갔기를 (바라다)

παραχέαιεν

(그들은) 담갔기를 (바라다)

명령법단수 παράχουν

(너는) 담갔어라

παραχεάτω

(그는) 담갔어라

쌍수 παραχέατον

(너희 둘은) 담갔어라

παραχεάτων

(그 둘은) 담갔어라

복수 παραχέατε

(너희는) 담갔어라

παραχεάντων

(그들은) 담갔어라

부정사 παραχέαι

담갔는 것

분사 남성여성중성
παραχεᾱς

παραχεαντος

παραχεᾱσα

παραχεᾱσης

παραχεαν

παραχεαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεχεάμην

(나는) 담그여졌다

παρέχω

(너는) 담그여졌다

παρεχέατο

(그는) 담그여졌다

쌍수 παρεχέασθον

(너희 둘은) 담그여졌다

παρεχεάσθην

(그 둘은) 담그여졌다

복수 παρεχεάμεθα

(우리는) 담그여졌다

παρεχέασθε

(너희는) 담그여졌다

παρεχέαντο

(그들은) 담그여졌다

접속법단수 παράχωμαι

(나는) 담그여졌자

παράχῃ

(너는) 담그여졌자

παράχηται

(그는) 담그여졌자

쌍수 παράχησθον

(너희 둘은) 담그여졌자

παράχησθον

(그 둘은) 담그여졌자

복수 παραχώμεθα

(우리는) 담그여졌자

παράχησθε

(너희는) 담그여졌자

παράχωνται

(그들은) 담그여졌자

기원법단수 παραχεαίμην

(나는) 담그여졌기를 (바라다)

παραχέαιο

(너는) 담그여졌기를 (바라다)

παραχέαιτο

(그는) 담그여졌기를 (바라다)

쌍수 παραχέαισθον

(너희 둘은) 담그여졌기를 (바라다)

παραχεαίσθην

(그 둘은) 담그여졌기를 (바라다)

복수 παραχεαίμεθα

(우리는) 담그여졌기를 (바라다)

παραχέαισθε

(너희는) 담그여졌기를 (바라다)

παραχέαιντο

(그들은) 담그여졌기를 (바라다)

명령법단수 παραχέαι

(너는) 담그여졌어라

παραχεάσθω

(그는) 담그여졌어라

쌍수 παραχέασθον

(너희 둘은) 담그여졌어라

παραχεάσθων

(그 둘은) 담그여졌어라

복수 παραχέασθε

(너희는) 담그여졌어라

παραχεάσθων

(그들은) 담그여졌어라

부정사 παράχεισθαι

담그여졌는 것

분사 남성여성중성
παραχεαμενος

παραχεαμενου

παραχεαμενη

παραχεαμενης

παραχεαμενον

παραχεαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐγὼ δ’ ἐμαυτοῦ σοι πεῖραν παρέχω, ὁποῖὸσ τίσ εἰμι τὴν μνήμην ὑποκριτήσ, οὐδὲν ἀγγέλου τὰ ἄλλα τραγικοῦ διαφέρων. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 9:2)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 9:2)

  • γυμνὸν ἀποδύσαντά με κέλευε πρὸσ τῇ σανίδι δεῖν τὸν τοξότην, ἵνα μὴ ’ν κροκωτοῖσ καὶ μίτραισ γέρων ἀνὴρ γέλωτα παρέχω τοῖσ κόραξιν ἑστιῶν. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Episode 1:37)

    (아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Episode 1:37)

  • σκώπτειν πειρᾷ καὶ κωμῳδεῖν τοῦ σπουδάζειν ἀμελήσασ, οὐ γιγνώσκων ὅτι τοῦ Πλούτου παρέχω βελτίονασ ἄνδρασ καὶ τὴν γνώμην καὶ τὴν ἰδέαν. (Aristophanes, Plutus, Agon, epirrheme 1:17)

    (아리스토파네스, Plutus, Agon, epirrheme 1:17)

  • νῦν οὖν ἀτεχνῶσ ὅ τι βούλονται τουτὶ τοὐμὸν σῶμ’ αὐτοῖσιν παρέχω, τύπτειν πεινῆν διψῆν αὐχμεῖν ῥιγῶν ἀσκὸν δείρειν, εἴπερ τὰ χρέα διαφευξοῦμαι, τοῖσ τ’ ἀνθρώποισ εἶναι δόξω θρασὺσ εὔγλωττοσ τολμηρὸσ ἴτησ βδελυρὸσ ψευδῶν συγκολλητὴσ εὑρησιεπὴσ περίτριμμα δικῶν κύρβισ κρόταλον κίναδοσ τρύμη μάσθλησ εἴρων γλοιὸσ ἀλαζὼν κέντρων μιαρὸσ στρόφισ ἀργαλέοσ ματιολοιχόσ· (Aristophanes, Clouds, Choral, anapests 2:3)

    (아리스토파네스, Clouds, Choral, anapests 2:3)

  • "Ζεὺσ γὰρ ἐγὼ αὐτοῖσ βίον παρέχω. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 33 3:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 33 3:3)

유의어

  1. 담그다

  2. to heap up on the side

  3. to lie spread out near

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION