헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περισωρεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περισωρεύω

형태분석: περι (접두사) + σωρεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to heap all around
  2. (passive) to be heaped up with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περισωρεύω

περισωρεύεις

περισωρεύει

쌍수 περισωρεύετον

περισωρεύετον

복수 περισωρεύομεν

περισωρεύετε

περισωρεύουσιν*

접속법단수 περισωρεύω

περισωρεύῃς

περισωρεύῃ

쌍수 περισωρεύητον

περισωρεύητον

복수 περισωρεύωμεν

περισωρεύητε

περισωρεύωσιν*

기원법단수 περισωρεύοιμι

περισωρεύοις

περισωρεύοι

쌍수 περισωρεύοιτον

περισωρευοίτην

복수 περισωρεύοιμεν

περισωρεύοιτε

περισωρεύοιεν

명령법단수 περισώρευε

περισωρευέτω

쌍수 περισωρεύετον

περισωρευέτων

복수 περισωρεύετε

περισωρευόντων, περισωρευέτωσαν

부정사 περισωρεύειν

분사 남성여성중성
περισωρευων

περισωρευοντος

περισωρευουσα

περισωρευουσης

περισωρευον

περισωρευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περισωρεύομαι

περισωρεύει, περισωρεύῃ

περισωρεύεται

쌍수 περισωρεύεσθον

περισωρεύεσθον

복수 περισωρευόμεθα

περισωρεύεσθε

περισωρεύονται

접속법단수 περισωρεύωμαι

περισωρεύῃ

περισωρεύηται

쌍수 περισωρεύησθον

περισωρεύησθον

복수 περισωρευώμεθα

περισωρεύησθε

περισωρεύωνται

기원법단수 περισωρευοίμην

περισωρεύοιο

περισωρεύοιτο

쌍수 περισωρεύοισθον

περισωρευοίσθην

복수 περισωρευοίμεθα

περισωρεύοισθε

περισωρεύοιντο

명령법단수 περισωρεύου

περισωρευέσθω

쌍수 περισωρεύεσθον

περισωρευέσθων

복수 περισωρεύεσθε

περισωρευέσθων, περισωρευέσθωσαν

부정사 περισωρεύεσθαι

분사 남성여성중성
περισωρευομενος

περισωρευομενου

περισωρευομενη

περισωρευομενης

περισωρευομενον

περισωρευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to heap all around

  2. to be heaped up with

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION