Ancient Greek-English Dictionary Language

παράσημος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παράσημος παράσημον

Structure: παρασημ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sh=ma

Sense

  1. falsely stamped
  2. false, incorrect
  3. noted

Examples

  • καὶ τὸ παράσημον δὲ ὃ ἐπετίθεντο τῇ κεφαλῇ οἱ τῶν Περσῶν βασιλεῖσ οὐδ’ αὐτὸ ἠρνεῖτο τὴν τῆσ ἡδυπαθείασ ἀπόλαυσιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 8 1:4)
  • ἓν μὲν οὖν οὐδέν ἐστι παράσημον αὐτῆσ ἐκφανὲσ οὕτωσ, ὥστε μόνῃ ταύτῃ καὶ μηδεμιᾷ τῶν ἄλλων παρακολουθεῖν, ἡ δὲ συνδρομή τε καὶ πλεονασμόσ, οἷσ ἐλέγχεσθαι πέφυκε παντὸσ πράγματοσ καὶ σώματοσ γνῶσισ, ἴδιοσ αὐτῆσ γίνεται χαρακτήρ. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 502)
  • Ἄλεξισ δ’ ἐν Κυβερνήτῃ φησὶν εἰσέβαινον ἰσχάδεσ, τὸ παράσημον τῶν Ἀθηνῶν, καὶ θύμου δέσμαι τινέσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 67 1:1)
  • τι βάτραχοι προσήκουσιν, ὥστε σύμβολον ἢ παράσημον εἶναι τῆσ πόλεωσ· (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 12 1:1)
  • "τί δὲ κομίζεισ παράσημον; (Plutarch, De genio Socratis, section 33 3:3)

Synonyms

  1. noted

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION