헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραιρέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραιρέω παραιρήσω παρεῖλον παρῄρηκα

형태분석: παρ (접두사) + αἱρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 제거하다, 빼앗다, 치우다, 철수하다, 철수시키다, 분리하다
  2. 유혹하다, 떼다, 건드리다, 매혹하다
  3. 빼앗다, 제거하다, 줄이다, 작게 하다
  1. to take away from beside, withdraw, remove, to take away part of, having
  2. to draw aside
  3. to draw over to one's own side, seduce, detach
  4. to take away, to lessen, damp
  5. to take away from, steal away from

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραίρω

(나는) 제거한다

παραίρεις

(너는) 제거한다

παραίρει

(그는) 제거한다

쌍수 παραίρειτον

(너희 둘은) 제거한다

παραίρειτον

(그 둘은) 제거한다

복수 παραίρουμεν

(우리는) 제거한다

παραίρειτε

(너희는) 제거한다

παραίρουσιν*

(그들은) 제거한다

접속법단수 παραίρω

(나는) 제거하자

παραίρῃς

(너는) 제거하자

παραίρῃ

(그는) 제거하자

쌍수 παραίρητον

(너희 둘은) 제거하자

παραίρητον

(그 둘은) 제거하자

복수 παραίρωμεν

(우리는) 제거하자

παραίρητε

(너희는) 제거하자

παραίρωσιν*

(그들은) 제거하자

기원법단수 παραίροιμι

(나는) 제거하기를 (바라다)

παραίροις

(너는) 제거하기를 (바라다)

παραίροι

(그는) 제거하기를 (바라다)

쌍수 παραίροιτον

(너희 둘은) 제거하기를 (바라다)

παραιροίτην

(그 둘은) 제거하기를 (바라다)

복수 παραίροιμεν

(우리는) 제거하기를 (바라다)

παραίροιτε

(너희는) 제거하기를 (바라다)

παραίροιεν

(그들은) 제거하기를 (바라다)

명령법단수 παραῖρει

(너는) 제거해라

παραιρεῖτω

(그는) 제거해라

쌍수 παραίρειτον

(너희 둘은) 제거해라

παραιρεῖτων

(그 둘은) 제거해라

복수 παραίρειτε

(너희는) 제거해라

παραιροῦντων, παραιρεῖτωσαν

(그들은) 제거해라

부정사 παραίρειν

제거하는 것

분사 남성여성중성
παραιρων

παραιρουντος

παραιρουσα

παραιρουσης

παραιρουν

παραιρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραίρουμαι

(나는) 제거된다

παραίρει, παραίρῃ

(너는) 제거된다

παραίρειται

(그는) 제거된다

쌍수 παραίρεισθον

(너희 둘은) 제거된다

παραίρεισθον

(그 둘은) 제거된다

복수 παραιροῦμεθα

(우리는) 제거된다

παραίρεισθε

(너희는) 제거된다

παραίρουνται

(그들은) 제거된다

접속법단수 παραίρωμαι

(나는) 제거되자

παραίρῃ

(너는) 제거되자

παραίρηται

(그는) 제거되자

쌍수 παραίρησθον

(너희 둘은) 제거되자

παραίρησθον

(그 둘은) 제거되자

복수 παραιρώμεθα

(우리는) 제거되자

παραίρησθε

(너희는) 제거되자

παραίρωνται

(그들은) 제거되자

기원법단수 παραιροίμην

(나는) 제거되기를 (바라다)

παραίροιο

(너는) 제거되기를 (바라다)

παραίροιτο

(그는) 제거되기를 (바라다)

쌍수 παραίροισθον

(너희 둘은) 제거되기를 (바라다)

παραιροίσθην

(그 둘은) 제거되기를 (바라다)

복수 παραιροίμεθα

(우리는) 제거되기를 (바라다)

παραίροισθε

(너희는) 제거되기를 (바라다)

παραίροιντο

(그들은) 제거되기를 (바라다)

명령법단수 παραίρου

(너는) 제거되어라

παραιρεῖσθω

(그는) 제거되어라

쌍수 παραίρεισθον

(너희 둘은) 제거되어라

παραιρεῖσθων

(그 둘은) 제거되어라

복수 παραίρεισθε

(너희는) 제거되어라

παραιρεῖσθων, παραιρεῖσθωσαν

(그들은) 제거되어라

부정사 παραίρεισθαι

제거되는 것

분사 남성여성중성
παραιρουμενος

παραιρουμενου

παραιρουμενη

παραιρουμενης

παραιρουμενον

παραιρουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραιρήσω

(나는) 제거하겠다

παραιρήσεις

(너는) 제거하겠다

παραιρήσει

(그는) 제거하겠다

쌍수 παραιρήσετον

(너희 둘은) 제거하겠다

παραιρήσετον

(그 둘은) 제거하겠다

복수 παραιρήσομεν

(우리는) 제거하겠다

παραιρήσετε

(너희는) 제거하겠다

παραιρήσουσιν*

(그들은) 제거하겠다

기원법단수 παραιρήσοιμι

(나는) 제거하겠기를 (바라다)

παραιρήσοις

(너는) 제거하겠기를 (바라다)

παραιρήσοι

(그는) 제거하겠기를 (바라다)

쌍수 παραιρήσοιτον

(너희 둘은) 제거하겠기를 (바라다)

παραιρησοίτην

(그 둘은) 제거하겠기를 (바라다)

복수 παραιρήσοιμεν

(우리는) 제거하겠기를 (바라다)

παραιρήσοιτε

(너희는) 제거하겠기를 (바라다)

παραιρήσοιεν

(그들은) 제거하겠기를 (바라다)

부정사 παραιρήσειν

제거할 것

분사 남성여성중성
παραιρησων

παραιρησοντος

παραιρησουσα

παραιρησουσης

παραιρησον

παραιρησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραιρήσομαι

(나는) 제거되겠다

παραιρήσει, παραιρήσῃ

(너는) 제거되겠다

παραιρήσεται

(그는) 제거되겠다

쌍수 παραιρήσεσθον

(너희 둘은) 제거되겠다

παραιρήσεσθον

(그 둘은) 제거되겠다

복수 παραιρησόμεθα

(우리는) 제거되겠다

παραιρήσεσθε

(너희는) 제거되겠다

παραιρήσονται

(그들은) 제거되겠다

기원법단수 παραιρησοίμην

(나는) 제거되겠기를 (바라다)

παραιρήσοιο

(너는) 제거되겠기를 (바라다)

παραιρήσοιτο

(그는) 제거되겠기를 (바라다)

쌍수 παραιρήσοισθον

(너희 둘은) 제거되겠기를 (바라다)

παραιρησοίσθην

(그 둘은) 제거되겠기를 (바라다)

복수 παραιρησοίμεθα

(우리는) 제거되겠기를 (바라다)

παραιρήσοισθε

(너희는) 제거되겠기를 (바라다)

παραιρήσοιντο

(그들은) 제거되겠기를 (바라다)

부정사 παραιρήσεσθαι

제거될 것

분사 남성여성중성
παραιρησομενος

παραιρησομενου

παραιρησομενη

παραιρησομενης

παραιρησομενον

παραιρησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρῇρουν

(나는) 제거하고 있었다

παρῇρεις

(너는) 제거하고 있었다

παρῇρειν*

(그는) 제거하고 있었다

쌍수 παρῄρειτον

(너희 둘은) 제거하고 있었다

παρῃρεῖτην

(그 둘은) 제거하고 있었다

복수 παρῄρουμεν

(우리는) 제거하고 있었다

παρῄρειτε

(너희는) 제거하고 있었다

παρῇρουν

(그들은) 제거하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρῃροῦμην

(나는) 제거되고 있었다

παρῄρου

(너는) 제거되고 있었다

παρῄρειτο

(그는) 제거되고 있었다

쌍수 παρῄρεισθον

(너희 둘은) 제거되고 있었다

παρῃρεῖσθην

(그 둘은) 제거되고 있었다

복수 παρῃροῦμεθα

(우리는) 제거되고 있었다

παρῄρεισθε

(너희는) 제거되고 있었다

παρῄρουντο

(그들은) 제거되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πάρηἱλον

(나는) 제거했다

πάρηἱλες

(너는) 제거했다

πάρηἱλεν*

(그는) 제거했다

쌍수 παρῆἱλετον

(너희 둘은) 제거했다

παρήἱλετην

(그 둘은) 제거했다

복수 παρῆἱλομεν

(우리는) 제거했다

παρῆἱλετε

(너희는) 제거했다

πάρηἱλον

(그들은) 제거했다

명령법단수 παρείλε

(너는) 제거했어라

παρειλέτω

(그는) 제거했어라

쌍수 παρείλετον

(너희 둘은) 제거했어라

παρειλέτων

(그 둘은) 제거했어라

복수 παρείλετε

(너희는) 제거했어라

παρειλόντων

(그들은) 제거했어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅμωσ δὲ χρὴ θαρρεῖν καὶ τῆσ λύπησ παραιρεῖν εἰσ τὸ ἐνδεχόμενον, καὶ μεμνῆσθαι μὴ μόνον τοῦ θανάτου τῶν τετελευτηκότων, ἀλλὰ καὶ τῆσ ἀρετῆσ ἧσ καταλελοίπασιν. (Hyperides, Speeches, <[E)pita/fios]> 41:2)

    (히페레이데스, Speeches, <[E)pita/fios]> 41:2)

  • εἰ δὲ βουλόμεθα ἔτι στρατεύεσθαι, τόδ’ ἐγώ φημι χρῆναι ποιεῖν, ὡσ τάχιστα πειρᾶσθαι τῶν μὲν ἐκείνων ὀχυρῶν ὡσ πλεῖστα παραιρεῖν, ἡμῖν δ’ αὐτοῖσ ὡσ πλεῖστα ὀχυρὰ ποιεῖσθαι· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 1 18:3)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 1 18:3)

유의어

  1. 제거하다

  2. to draw aside

  3. 유혹하다

  4. to take away from

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION