Ancient Greek-English Dictionary Language

παλιγγενεσία

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παλιγγενεσία

Structure: παλιγγενεσι (Stem) + ᾱ (Ending)

Etym.: ge/nesis

Sense

  1. a being born again, new birth;, restoration
  2. the resurrection.
  3. regeneration

Examples

  • "Διόνυσον δὲ καὶ Ζαγρέα καὶ Νυκτέλιον καὶ Ἰσοδαίτην αὐτὸν ὀνομάζουσι, καὶ φθοράσ τινασ καὶ ἀφανισμοὺσ οἱ τὰσ ἀποβιώσεισ καὶ παλιγγενεσίασ, οἰκεῖα ταῖσ εἰρημέναισ μεταβολαῖσ αἰνίγματα καὶ μυθεύματα περαίνουσι· (Plutarch, De E apud Delphos, section 95)
  • "ὁ γὰρ δὴ μέγασ ἡγεμὼν ἐν οὐρανῷ Ζεὺσ οὗτοσ οὐ λανθάνων οὐδ’ ἀτρέμα διακινῶν τὰ σμικρότατα τοῦ ἀέροσ ἀλλ’ εὐθὺσ ἐκφανεὶσ ἀνίστησι καὶ κινεῖ πάντα πράγματα δεξιὰ σημαίνων, λαοὺσ δ’ ἐπὶ ἔργον ἐγείρων οἱ δ’ ἕπονται, καθάπερ ἐκ παλιγγενεσίασ νέα ἐφ’ ἡμέρῃ φρονέοντεσ ὥσ φησι Δημόκριτοσ, οὔτ’ ἀφώνοισ οὒτ’ ἀπράκτοισ ἐνεργείαισ· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 8, 17:2)

Synonyms

  1. the resurrection

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION