- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παλαιστής?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: palaistēs 고전 발음: [빨라떼:] 신약 발음: [빨래]

기본형: παλαιστής παλαιστοῦ

형태분석: παλαιστ (어간) + ης (어미)

어원: παλαίω

  1. 운동선수, 레슬러
  2. 상대, 후보자, 후보, 라이벌, 적
  1. a wrestler
  2. a rival, adversary, a candidate, suitor

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 παλαιστής

운동선수가

παλαιστά

운동선수들이

παλαισταί

운동선수들이

속격 παλαιστοῦ

운동선수의

παλαισταῖν

운동선수들의

παλαιστῶν

운동선수들의

여격 παλαιστῇ

운동선수에게

παλαισταῖν

운동선수들에게

παλαισταῖς

운동선수들에게

대격 παλαιστήν

운동선수를

παλαιστά

운동선수들을

παλαιστάς

운동선수들을

호격 παλαιστά

운동선수야

παλαιστά

운동선수들아

παλαισταί

운동선수들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ποιήσεις αὐτῇ στρεπτὰ κυμάτια χρυσᾶ κύκλῳ. καὶ ποιήσεις αὐτῇ στεφάνην παλαιστοῦ κύκλῳ. (Septuagint, Liber Exodus 25:23)

    (70인역 성경, 탈출기 25:23)

  • καὶ γὰρ κάπρον φριξαύχεν οὐ μόνον γυνή, παῖς δ ἂν νεογνὸς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ κλίναι παλαιστοῦ παντὸς εὐμαρέστερον. (Plutarch, De cohibenda ira, section 14 7:2)

    (플루타르코스, De cohibenda ira, section 14 7:2)

  • καὶ γὰρ κάπρον φριξαύχεν οὐ μόνον γυνή, παῖς δ ἂν νεογνὸς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ κλίνοι παλαιστοῦ παντὸς εὐμαρέστερον. (Plutarch, De cohibenda ira, section 14 3:2)

    (플루타르코스, De cohibenda ira, section 14 3:2)

  • ἐπιγράμματα μὲν γὰρ καὶ ἐπὶ τούτοις τοῖς ἀγάλμασιν ἔπεστι, λέγει δὲ τὸ μὲν πρῶτον αὐτῶν ὡς τῷ Ὀλυμπίῳ Διὶ Ῥόδιοι χρήματα ὑπὲρ ἀνδρὸς ἀδικίας ἐκτίσαιεν παλαιστοῦ, τὸ δὲ ἕτερον ὡς ἀνδρῶν ἐπὶ δώροις παλαισάντων ἀπὸ τῶν ἐπιβληθέντων χρημάτων αὐτοῖς γένοιτο τὸ ἄγαλμα. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 21 14:3)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 21 14:3)

  • ἔστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ ναοῦ τῆς Ἥρας ἀνδρὸς εἰκὼν παλαιστοῦ, γένος δὲ ἦν Ἠλεῖος, Σύμμαχος Αἰσχύλου: (Pausanias, Description of Greece, , chapter 1 6:1)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 1 6:1)

유의어

  1. 운동선수

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION