- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παλαίφατος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: palaiphatos 고전 발음: [빨라파또] 신약 발음: [빨래파또]

기본형: παλαίφατος παλαίφατον

형태분석: παλαιφατ (어간) + ος (어미)

  1. 오래된, 고대의, 늙은, 매우 늙은
  1. spoken long ago
  2. having a legend attached to it, legendary, ancient story
  3. primeval, ancient, olden

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 παλαίφατος

(이)가

παλαίφατον

(것)가

속격 παλαιφάτου

(이)의

παλαιφάτου

(것)의

여격 παλαιφάτῳ

(이)에게

παλαιφάτῳ

(것)에게

대격 παλαίφατον

(이)를

παλαίφατον

(것)를

호격 παλαίφατε

(이)야

παλαίφατον

(것)야

쌍수주/대/호 παλαιφάτω

(이)들이

παλαιφάτω

(것)들이

속/여 παλαιφάτοιν

(이)들의

παλαιφάτοιν

(것)들의

복수주격 παλαίφατοι

(이)들이

παλαίφατα

(것)들이

속격 παλαιφάτων

(이)들의

παλαιφάτων

(것)들의

여격 παλαιφάτοις

(이)들에게

παλαιφάτοις

(것)들에게

대격 παλαιφάτους

(이)들을

παλαίφατα

(것)들을

호격 παλαίφατοι

(이)들아

παλαίφατα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἴδ οἱο῀ν, ὦ παῖδες, προσέμιξεν ἄφαρ τοὔπος τὸ θεοπρόπον ἡμῖν τᾶς παλαιφάτου προνοίας, ὅ τ ἔλακεν, ὁπότε τελεόμηνος ἐκφέροι δωδέκατος ἄροτος, ἀναδοχὰν τελεῖν πόνων τῷ Διὸς αὐτόπαιδι: (Sophocles, Trachiniae, choral, strophe 11)

    (소포클레스, 트라키니아이, choral, strophe 11)

  • ἦ γὰρ ἀπὸ δρυὸς ἐσσὶ παλαιφάτου ἢ ἀπὸ πέτρης ὀρχηστής, Νιόβης ἔμπνοον ἀρχέτυπον ὥστε με θαυμάζοντα λέγειν, ὅτι καὶ σύ τι Λητοῖ ἤρισας: (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 2532)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 2532)

  • οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός ἐσσι παλαιφάτου οὐδ ἀπὸ πέτρης. (Homer, Odyssey, Book 19 23:10)

    (호메로스, 오디세이아, Book 19 23:10)

  • ὁμοίως διαπορεῖ καὶ πῶς ἐκ τῶν ὑπὲρ τὸν Βορυσθένην νομάδων ἀφῖχθαι συμμαχίαν τοῖς Τρωσί τις νομίσειεν, ἐπαινεῖ δὲ μάλιστα τὴν Ἑκαταίου τοῦ Μιλησίου καὶ Μενεκράτους τοῦ Ἐλαΐτου τῶν Ξενοκράτους γνωρίμων ἀνδρὸς δόξαν καὶ τὴν Παλαιφάτου, ὧν ὁ μὲν ἐν γῆς περιόδῳ φησίν ἐπὶ δ Ἀλαζίᾳ πόλι ποταμὸς Ὀδρύσης ῥέων διὰ Μυγδονίης πεδίου ἀπὸ δύσιος ἐκ τῆς λίμνης τῆς Δασκυλίτιδος ἐς Ῥύνδακον ἐσβάλλει. (Strabo, Geography, Book 12, chapter 3 40:7)

    (스트라본, 지리학, Book 12, chapter 3 40:7)

유의어

  1. 오래된

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION