- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παλαίφατος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: palaiphatos 고전 발음: [빨라파또] 신약 발음: [빨래파또]

기본형: παλαίφατος παλαίφατον

형태분석: παλαιφατ (어간) + ος (어미)

  1. 오래된, 고대의, 늙은, 매우 늙은
  1. spoken long ago
  2. having a legend attached to it, legendary, ancient story
  3. primeval, ancient, olden

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 παλαίφατος

(이)가

παλαίφατον

(것)가

속격 παλαιφάτου

(이)의

παλαιφάτου

(것)의

여격 παλαιφάτῳ

(이)에게

παλαιφάτῳ

(것)에게

대격 παλαίφατον

(이)를

παλαίφατον

(것)를

호격 παλαίφατε

(이)야

παλαίφατον

(것)야

쌍수주/대/호 παλαιφάτω

(이)들이

παλαιφάτω

(것)들이

속/여 παλαιφάτοιν

(이)들의

παλαιφάτοιν

(것)들의

복수주격 παλαίφατοι

(이)들이

παλαίφατα

(것)들이

속격 παλαιφάτων

(이)들의

παλαιφάτων

(것)들의

여격 παλαιφάτοις

(이)들에게

παλαιφάτοις

(것)들에게

대격 παλαιφάτους

(이)들을

παλαίφατα

(것)들을

호격 παλαίφατοι

(이)들아

παλαίφατα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καινὸς γάρ ἐστιν οὑτοσὶ Παλαίφατος. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 80 4:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 80 4:2)

  • παλαίφατος γενεά, ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια, Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἑργμάτων ἕνεκεν. (Pindar, Odes, nemean odes, nemean 6 10:1)

    (핀다르, Odes, nemean odes, nemean 6 10:1)

  • τοιγὰρ τὸ σὸν θάκημα καὶ τοὺς σοὺς θρόνους κρατοῦσιν, εἴπερ ἐστὶν ἡ παλαίφατος Δίκη ξύνεδρος Ζηνὸς ἀρχαίοις νόμοις. (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode 2:14)

    (소포클레스, Oedipus at Colonus, episode 2:14)

  • παλαίφατος δ ἐν βροτοῖς γέρων λόγος τέτυκται, μέγαν τελε- σθέντα φωτὸς ὄλβον τεκνοῦσθαι μηδ ἄπαιδα θνῄσκειν, ἐκ δ ἀγαθᾶς τύχας γένει βλαστάνειν ἀκόρεστον οἰζύν. (Aeschylus, Agamemnon, choral, antistrophe 3 1:1)

    (아이스킬로스, 아가멤논, choral, antistrophe 3 1:1)

  • δάφνῃ μὲν πλοκαμῖδα Παλαίφατος ἔπρεπε μάντις στεψάμενος, δόκεεν δὲ χέειν μαντώδεα φωνήν. (Unknown, Greek Anthology, book 2, chapter 1 7:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 2, chapter 1 7:1)

유의어

  1. 오래된

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION