παίω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
παίω
παίσω
ἔπαισα
πέπαικα
πέπαισμαι
ἐπαίσθην
Structure:
παί
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I strike, hit
- I strike one thing against another
- I drive away
- (sexual intercourse)
- (figuratively) I quench my thirst
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- "τρίτη ἐπὶ τούτοισ ἀποδημία εἰσ Αἴγυπτον παρὰ τὸν Ἀγαθόβουλον, ἵναπερ τὴν θαυμαστὴν ἄσκησιν διησκεῖτο, ξυρόμενοσ μὲν τῆσ κεφαλῆσ τὸ ἥμισυ, χριόμενοσ δὲ πηλῷ τὸ πρόσωπον, ἐν πολλῷ δὲ τῶν περιεστώτων δήμῳ ἀναφλῶν τὸ αἰδοῖον καὶ τὸ ἀδιάφορον δὴ τοῦτο καλούμενον ἐπιδεικνύμενοσ, εἶτα παίων καὶ παιόμενοσ νάρθηκι εἰσ τὰσ πυγὰσ καὶ ἄλλα πολλὰ νεανικώτερα θαυματοποιῶν. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:39)
- ἐγὼ δὲ εἰ καὶ μηδὲν ἄλλο, οὔτε ἐδούλευσα ὥσπερ σὺ οὔτε ἔξαινον ἔρια ἐν Λυδίᾳ πορφυρίδα ἐνδεδυκὼσ καὶ παιόμενοσ ὑπὸ τῆσ Ὀμφάλησ χρυσῷ σανδάλῳ, ἀλλὰ οὐδὲ μελαγχολήσασ ἀπέκτεινα τὰ τέκνα καὶ τὴν γυναῖκα. (Lucian, Dialogi deorum, 4:1)
- καὶ τὸ πρᾶγμα ὑπερήδιστον ἦν, φιλόσοφοσ ἀνὴρ γελωτοποιῷ ἀνταιρόμενοσ καὶ παίων καὶ παιόμενοσ ἐν τῷ μέρει. (Lucian, Symposium, (no name) 19:3)
- οἱ παρόντεσ δὲ οἱ μὲν ᾐδοῦντο, οἱ δὲ ἐγέλων, ἄχρι ἀπηγόρευσε παιόμενοσ ὁ Ἀλκιδάμασ ὑπὸ συγκεκροτημένου ἀνθρωπίσκου καταγωνισθείσ. (Lucian, Symposium, (no name) 19:4)
- ἤδη δὲ παιόμενοσ ὑπὸ πολλῶν καὶ κύκλῳ περιβλέπων καὶ διώσασθαι βουλόμενοσ, ὡσ εἶδε Βροῦτον ἑλκόμενον ξίφοσ ἐπ’ αὐτόν, τὴν χεῖρα τοῦ Κάσκα κρατῶν ἀφῆκε, καὶ τῷ ἱματίῳ τὴν κεφαλὴν ἐγκαλυψάμενοσ παρέδωκε τὸ σῶμα ταῖσ πληγαῖσ. (Plutarch, Brutus, chapter 17 3:3)
Synonyms
-
I strike
-
I strike one thing against another
-
I drive away
- ἐξαναγκάζω (to drive away)
- ἐλαύνω (to drive away)
- ἐκπλήσσω (to strike out of, drive away from, to drive away)
- ἀποστυφελίζω (to drive away by force from)
- σοβέω (to drive away, clear away)
- ὑπεξελαύνω (to drive away gradually)
- ἐλαύνω (to drive away, expel)
- προσβάλλω (do, drive)
- εἰσελαύνω (to drive in, driving in)
- ἐξαμύνομαι (to ward off from oneself, drive away)
- ἀπελαύνω (to drive away, expel from, to drive away)
- νίσσομαι (to go, go away, to go to)
- ἀποχωρέω (to go from or away from)
- ἀπονίσσομαι (to go away)
-
I quench my thirst