διεκπαίω
Non-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
διεκπαίω
διεκπαίσω
Structure:
δι
(Prefix)
+
ἐκ
(Prefix)
+
παί
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to break or burst through
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἀρχόμενοσ δὲ φανεροῦ ῥεύματοσ ὁ Ιὀρδάνησ ἀπὸ τοῦδε τοῦ ἄντρου κόπτει μὲν τὰ τῆσ Σεμεχωνίτιδοσ λίμνησ ἕλη καὶ τέλματα, διαμείψασ δ’ ἑτέρουσ ἑκατὸν εἴκοσι σταδίουσ μετὰ πόλιν Ιοὐλιάδα διεκπαίει τὴν Γεννησὰρ μέσην, ἔπειτα πολλὴν ἀναμετρούμενοσ ἐρημίαν εἰσ τὴν Ἀσφαλτῖτιν ἔξεισι λίμνην. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 610:1)
- τῶν δὲ διεκπαίειν πειρωμένων πολλοὺσ μὲν ἐφικνούμενοι κοντοῖσ διέπειρον, οὓσ δὲ ξιφήρεισ ἐπιπηδῶντεσ εἰσ τὰ σκάφη, τινὰσ δὲ συντρεχούσαισ ταῖσ σχεδίαισ ἐναποληφθέντασ μέσουσ εἷλον ἅμα ταῖσ ἁλιάσιν. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 623:1)
- οἱ δὲ μήτε τοὺσ κατὰ κορυφὴν ἀμύνασθαι δυνάμενοι μήτε διεκπαίειν τῶν σφετέρων πρόσω βιαζομένων ἐπὶ τὰσ οἰκίασ τῶν πολεμίων, πρόσγειοι γὰρ ἦσαν, ἀνέφευγον. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 28:1)
- καὶ πολλοὺσ διεκπαίειν τολμῶντασ οἱ Ῥωμαῖοι διέφθειραν, ἐν οἷσ καὶ Ιὤσηπόν τισ ὑπὲρ τὸ παρερρηγμένον τοῦ τείχουσ ἐκδιδράσκοντα βαλὼν ἀναιρεῖ. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 76:1)
Synonyms
-
to break or burst through
- ἐπιρρήγνυμι (to break or burst upon)
- παραρρήγνυμι (to break or burst at the side)
- ἐμβάλλω (to break, burst, rush in)
- διακόπτω (to break through, to break through the line)
- ἐμπίπτω (to break in, burst in or into, violently)
- ἐξανθέω (to burst forth, bloom forth, to break out)
- διαρρήγνυμι (to break through, cleave asunder, to burst)
- καταρρήγνυμι (to fall or rush down, to break or burst out)
Derived
- ἀναπαίω (to strike back)
- εἰσπαίω (to burst or rush in)
- ἐκπαίω (to throw out of, dash, from)
- παίω (I strike, hit, I strike one thing against another)
- παίω (to eat)
- παραπαίω (to strike on one side: to strike a false note, to be infatuated, lose one's wits)
- συμπαίω (to dash against, to dash together)
- ὑπερπαίω (to overstrike, to surpass, exceed)