παίω?
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration: paiō
Principal Part:
παίω
Structure:
παί
(Stem)
+
ω
(Ending)
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ ἔσται τὸ αἷμα ὑμῖν ἐν σημείῳ ἐπὶ τῶν οἰκιῶν, ἐν αἷς ὑμεῖς ἐστε ἐκεῖ, καὶ ὄψομαι τὸ αἷμα καὶ σκεπάσω ὑμᾶς, καὶ οὐκ ἔσται ἐν ὑμῖν πληγὴ τοῦ ἐκτριβῆναι, ὅταν παίω ἐν γῇ Αἰγύπτῳ. (Septuagint, Liber Exodus 12:13)
- καὶ τὴν πρώτην παίειν ἢ ἀκοντίζειν τοῖς κοντοῖς ἀφειδῶς ἔς τε ἵππους καὶ αὐτούς. (Arrian, Acies Contra Alanos 36:1)
- οἱ δὲ ὀρθοστάδην κεκονιμένοι καὶ αὐτοὶ παίουσιν ἀλλήλους προσπεσόντες καὶ λακτίζουσιν. (Lucian, Anacharsis, (no name) 3:1)
- οὐ γὰρ μανία τὰ γιγνόμενά ἐστιν οὐδ ἐφ ὕβρει οὗτοι παίουσιν ἀλλήλους καὶ κυλίουσιν ἐν τῷ πηλῷ ἢ ἐπιπάττουσιν τὴν κόνιν, ἀλλ ἔχει τινὰ χρείαν οὐκ ἀτερπῆ τὸ πρᾶγμα καὶ ἀκμὴν οὐ μικρὰν ἐπάγει τοῖς σώμασιν ἢν γοῦν ἐνδιατρίψῃς, ὥσπερ οἶμαί σε ποιήσειν, τῇ Ἑλλάδι, οὐκ εἰς μακρὰν εἷς καὶ αὐτὸς ἔσῃ τῶν πεπηλωμένων ἢ κεκονιμένων οὕτω σοι τὸ πρᾶγμα ἡδύ τε ἅμα καὶ λυσιτελὲς εἶναι δόξει. (Lucian, Anacharsis, (no name) 6:3)
- τῶν γυμνασμάτων δὲ τούτων τὸ μὲν ἐν τῷ πηλῷ ἐκεῖνο πάλη καλεῖται, οἱ δ ἐν τῇ κόνει παλαίουσι καὶ αὐτοί, τὸ δὲ παίειν ἀλλήλους ὀρθοστάδην παγκρατιάζειν λέγομεν. (Lucian, Anacharsis, (no name) 7:4)
- ἐπεὶ δὲ συνέστημεν, ὁ βάρβαρος πρότερος τιτρώσκει με ὀλίγον ὅσον ἐπιψαύσας τῷ δόρατι μικρὸν ὑπὲρ τὸ γόνυ, ἐγὼ δὲ διελάσας τὴν ἀσπίδα τῇ σαρίσῃ παίω διαμπὰξ ἐς τὸ στέρνον. (Lucian, Dialogi meretricii, 3:6)
- κἀγὼ τὸν ἐκτρέποντα, τὸν τροχηλάτην, παίω δι ὀργῆς: (Sophocles, Oedipus Tyrannus, episode 4:4)
- παίω δέ νιν δίς: (Aeschylus, Agamemnon, episode, anapests 6:7)
- εἰ δὲ ὕβρει νομίζετέ με ταῦτα πράττειν, ἐνθυμήθητε ὅτι νῦν ἐγὼ θαρρῶ σὺν τοῖς θεοῖς μᾶλλον ἢ τότε καὶ θρασύτερός εἰμι νῦν ἢ τότε καὶ οἶνον πλείω πίνω, ἀλλ ὅμως οὐδένα παίω: (Xenophon, Anabasis, , chapter 8 20:1)
Synonyms
-
to eat
- τρώγω (I eat)
- ἐπεσθίω (to eat up)
- γεύω ( I eat)
- διαβιβρώσκω (to eat up)
- βιβρώσκω (I eat, eat up)
- ἐξεσθίω (to eat away, eat up)
- νομεύω (to eat down)
- διεσθίω (to eat through)
- ἐπεσθίω (to eat after or with)
- ἐπιτρώγω (to eat with or after)
- προκατεσθίω (to eat up beforehand)
- ἀνδροφαγέω (to eat men)
- φέρβω (to eat, feed on)
- σιτέομαι (to feed on, eat)
- κατασιτέομαι (to eat up, feed on)
- θοινάω (to feast on, eat)
- τραγοφαγέω (to eat he-goats)
- καταβιβρώσκω (to eat up, devour)
- κατεσθίω (to eat up or devour)
- κατεσθίω (to eat up, devour, to eat up)
- ἐκτρώγω (to eat up, devour)
- κατέδω (to eat up, devour, to eat up)
- ἀρτοφαγέω (to eat bread)
- κατοψοφαγέω (to spend in eating)
- ἔσθω (to eat, to eat up, consume)
- συκοτραγέω (to eat figs)
- παροψάομαι (to eat dainties)
- γράω (to gnaw, eat)
- ἀπεσθίω (to eat, gnaw off)
- ποηφαγέω (to eat grass)
Derived
- ἀναπαίω (to strike back)
- διεκπαίω (to break or burst through)
- εἰσπαίω (to burst or rush in)
- ἐκπαίω (to throw out of, dash, from)
- παίω (I strike, hit, I strike one thing against another)
- παραπαίω (to strike on one side: to strike a false note, to be infatuated, lose one's wits)
- συμπαίω (to dash against, to dash together)
- ὑπερπαίω (to overstrike, to surpass, exceed)