Ancient Greek-English Dictionary Language

τραγοφαγέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: τραγοφαγέω τραγοφαγήσω

Structure: τραγοφαγέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: fagei=n

Sense

  1. to eat he-goats

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τραγοφάγω τραγοφάγεις τραγοφάγει
Dual τραγοφάγειτον τραγοφάγειτον
Plural τραγοφάγουμεν τραγοφάγειτε τραγοφάγουσιν*
SubjunctiveSingular τραγοφάγω τραγοφάγῃς τραγοφάγῃ
Dual τραγοφάγητον τραγοφάγητον
Plural τραγοφάγωμεν τραγοφάγητε τραγοφάγωσιν*
OptativeSingular τραγοφάγοιμι τραγοφάγοις τραγοφάγοι
Dual τραγοφάγοιτον τραγοφαγοίτην
Plural τραγοφάγοιμεν τραγοφάγοιτε τραγοφάγοιεν
ImperativeSingular τραγοφᾶγει τραγοφαγεῖτω
Dual τραγοφάγειτον τραγοφαγεῖτων
Plural τραγοφάγειτε τραγοφαγοῦντων, τραγοφαγεῖτωσαν
Infinitive τραγοφάγειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τραγοφαγων τραγοφαγουντος τραγοφαγουσα τραγοφαγουσης τραγοφαγουν τραγοφαγουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τραγοφάγουμαι τραγοφάγει, τραγοφάγῃ τραγοφάγειται
Dual τραγοφάγεισθον τραγοφάγεισθον
Plural τραγοφαγοῦμεθα τραγοφάγεισθε τραγοφάγουνται
SubjunctiveSingular τραγοφάγωμαι τραγοφάγῃ τραγοφάγηται
Dual τραγοφάγησθον τραγοφάγησθον
Plural τραγοφαγώμεθα τραγοφάγησθε τραγοφάγωνται
OptativeSingular τραγοφαγοίμην τραγοφάγοιο τραγοφάγοιτο
Dual τραγοφάγοισθον τραγοφαγοίσθην
Plural τραγοφαγοίμεθα τραγοφάγοισθε τραγοφάγοιντο
ImperativeSingular τραγοφάγου τραγοφαγεῖσθω
Dual τραγοφάγεισθον τραγοφαγεῖσθων
Plural τραγοφάγεισθε τραγοφαγεῖσθων, τραγοφαγεῖσθωσαν
Infinitive τραγοφάγεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τραγοφαγουμενος τραγοφαγουμενου τραγοφαγουμενη τραγοφαγουμενης τραγοφαγουμενον τραγοφαγουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τραγοφαγήσω τραγοφαγήσεις τραγοφαγήσει
Dual τραγοφαγήσετον τραγοφαγήσετον
Plural τραγοφαγήσομεν τραγοφαγήσετε τραγοφαγήσουσιν*
OptativeSingular τραγοφαγήσοιμι τραγοφαγήσοις τραγοφαγήσοι
Dual τραγοφαγήσοιτον τραγοφαγησοίτην
Plural τραγοφαγήσοιμεν τραγοφαγήσοιτε τραγοφαγήσοιεν
Infinitive τραγοφαγήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τραγοφαγησων τραγοφαγησοντος τραγοφαγησουσα τραγοφαγησουσης τραγοφαγησον τραγοφαγησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τραγοφαγήσομαι τραγοφαγήσει, τραγοφαγήσῃ τραγοφαγήσεται
Dual τραγοφαγήσεσθον τραγοφαγήσεσθον
Plural τραγοφαγησόμεθα τραγοφαγήσεσθε τραγοφαγήσονται
OptativeSingular τραγοφαγησοίμην τραγοφαγήσοιο τραγοφαγήσοιτο
Dual τραγοφαγήσοισθον τραγοφαγησοίσθην
Plural τραγοφαγησοίμεθα τραγοφαγήσοισθε τραγοφαγήσοιντο
Infinitive τραγοφαγήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τραγοφαγησομενος τραγοφαγησομενου τραγοφαγησομενη τραγοφαγησομενης τραγοφαγησομενον τραγοφαγησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to eat he-goats

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION