- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀρφανός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: orphanos 고전 발음: [파노] 신약 발음: [파노]

기본형: ὀρφανός

형태분석: ὀρφαν (어간) + ος (어미)

  1. 가난한, 빈곤한, 극빈의
  1. left orphan, without parents
  2. childless
  3. destitute, bereft

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ὀρφανός

(이)가

ὀρφανή

(이)가

ὄρφανον

(것)가

속격 ὀρφανοῦ

(이)의

ὀρφανῆς

(이)의

ὀρφάνου

(것)의

여격 ὀρφανῷ

(이)에게

ὀρφανῇ

(이)에게

ὀρφάνῳ

(것)에게

대격 ὀρφανόν

(이)를

ὀρφανήν

(이)를

ὄρφανον

(것)를

호격 ὀρφανέ

(이)야

ὀρφανή

(이)야

ὄρφανον

(것)야

쌍수주/대/호 ὀρφανώ

(이)들이

ὀρφανά

(이)들이

ὀρφάνω

(것)들이

속/여 ὀρφανοῖν

(이)들의

ὀρφαναῖν

(이)들의

ὀρφάνοιν

(것)들의

복수주격 ὀρφανοί

(이)들이

ὀρφαναί

(이)들이

ὄρφανα

(것)들이

속격 ὀρφανῶν

(이)들의

ὀρφανῶν

(이)들의

ὀρφάνων

(것)들의

여격 ὀρφανοῖς

(이)들에게

ὀρφαναῖς

(이)들에게

ὀρφάνοις

(것)들에게

대격 ὀρφανούς

(이)들을

ὀρφανάς

(이)들을

ὄρφανα

(것)들을

호격 ὀρφανοί

(이)들아

ὀρφαναί

(이)들아

ὄρφανα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐλεύσεται ὁ Λευίτης, ὅτι οὐκ ἔστιν αὐτῷ μερὶς οὐδὲ κλῆρος μετὰ σοῦ, καὶ ὁ προσήλυτος καὶ ὁ ὀρφανὸς καὶ ἡ χήρα ἡ ἐν ταῖς πόλεσί σου καὶ φάγονται καὶ ἐμπλησθήσονται, ἵνα εὐλογήσῃ σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις, οἷς ἐὰν ποιῇς. (Septuagint, Liber Deuteronomii 14:29)

    (70인역 성경, 신명기 14:29)

  • καὶ εὐφρανθήσῃ ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, σὺ καὶ ὁ υἱός σου καὶ ἡ θυγάτηρ σου, ὁ παῖς σου καὶ ἡ παιδίσκη σου καὶ ὁ Λευίτης καὶ ὁ προσήλυτος καὶ ὁ ὀρφανὸς καὶ ἡ χήρα ἡ οὖσα ἐν ὑμῖν, ἐν τῷ τόπῳ, ᾧ ἐὰν ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός σου αὐτὸν ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκεῖ, (Septuagint, Liber Deuteronomii 16:11)

    (70인역 성경, 신명기 16:11)

  • καὶ εὐφρανθήσῃ ἐν τῇ ἑορτῇ σου, σὺ καὶ ὁ υἱός σου καὶ ἡ θυγάτηρ σου, ὁ παῖς σου καὶ ἡ παιδίσκη σου καὶ ὁ Λευίτης καὶ ὁ προσήλυτος καὶ ὁ ὀρφανὸς καὶ ἡ χήρα ἡ οὖσα ἐν ταῖς πόλεσί σου. (Septuagint, Liber Deuteronomii 16:14)

    (70인역 성경, 신명기 16:14)

  • καὶ τὴν τρίτην ἐδίδουν οἷς καθήκει, καθὼς ἐνετείλατο Δεββώρα ἡ μήτηρ τοῦ πατρός μου, διότι ὀρφανὸς κατελείφθην ὑπὸ τοῦ πατρός μου. (Septuagint, Liber Thobis 1:8)

    (70인역 성경, 토빗기 1:8)

  • ὡς σὴν πρὸς κασιγνήτην μολών, ἧς πρῶτα μαστὸν εἵλκυς, Ιὀκάστην λέγω, μητρὸς στερηθεὶς ὀρφανός τ ἀποζυγείς - προσηγορήσων εἶμι καὶ σῴσων βίον. (Euripides, Phoenissae, episode 6:22)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode 6:22)

유의어

  1. childless

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION