- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀρεινός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: oreinos 고전 발음: [오레] 신약 발음: [오리노]

기본형: ὀρεινός ὀρεινή ὀρεινόν

형태분석: ὀρειν (어간) + ος (어미)

어원: ὄρος

  1. 산악성의, 산이 많은
  1. mountainous, hilly
  2. dwelling on the mountains

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ὀρεινός

산악성의 (이)가

ὀρεινή

산악성의 (이)가

ὀρεινόν

산악성의 (것)가

속격 ὀρεινοῦ

산악성의 (이)의

ὀρεινῆς

산악성의 (이)의

ὀρεινοῦ

산악성의 (것)의

여격 ὀρεινῷ

산악성의 (이)에게

ὀρεινῇ

산악성의 (이)에게

ὀρεινῷ

산악성의 (것)에게

대격 ὀρεινόν

산악성의 (이)를

ὀρεινήν

산악성의 (이)를

ὀρεινόν

산악성의 (것)를

호격 ὀρεινέ

산악성의 (이)야

ὀρεινή

산악성의 (이)야

ὀρεινόν

산악성의 (것)야

쌍수주/대/호 ὀρεινώ

산악성의 (이)들이

ὀρεινά

산악성의 (이)들이

ὀρεινώ

산악성의 (것)들이

속/여 ὀρεινοῖν

산악성의 (이)들의

ὀρειναῖν

산악성의 (이)들의

ὀρεινοῖν

산악성의 (것)들의

복수주격 ὀρεινοί

산악성의 (이)들이

ὀρειναί

산악성의 (이)들이

ὀρεινά

산악성의 (것)들이

속격 ὀρεινῶν

산악성의 (이)들의

ὀρεινῶν

산악성의 (이)들의

ὀρεινῶν

산악성의 (것)들의

여격 ὀρεινοῖς

산악성의 (이)들에게

ὀρειναῖς

산악성의 (이)들에게

ὀρεινοῖς

산악성의 (것)들에게

대격 ὀρεινούς

산악성의 (이)들을

ὀρεινάς

산악성의 (이)들을

ὀρεινά

산악성의 (것)들을

호격 ὀρεινοί

산악성의 (이)들아

ὀρειναί

산악성의 (이)들아

ὀρεινά

산악성의 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ὀρεινός

ὀρεινοῦ

산악성의 (이)의

ὀρεινότερος

ὀρεινοτεροῦ

더 산악성의 (이)의

ὀρεινότατος

ὀρεινοτατοῦ

가장 산악성의 (이)의

부사 ὀρεινώς

ὀρεινότερον

ὀρεινότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ Ἀμαλὴκ κατοικεῖ ἐν τῇ γῇ τῇ πρὸς νότον, καὶ ὁ Χετταῖος καὶ ὁ Εὐαῖος καὶ ὁ Ἰεβουσαῖος καὶ ὁ Ἀμορραῖος κατοικεῖ ἐν τῇ ὀρεινῇ, καὶ ὁ Χαναναῖος κατοικεῖ παρὰ θάλασσαν καὶ παρὰ τὸν Ἰορδάνην ποταμόν. (Septuagint, Liber Numeri 13:30)

    (70인역 성경, 민수기 13:30)

  • πλὴν ἐγγὺς υἱῶν Ἀμμὰν οὐ προσήλθομεν, πάντα τὰ συγκυροῦντα χειμάρρου Ἰαβὸκ καὶ τάς πόλεις τὰς ἐν τῇ ὀρεινῇ, καθότι ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἡμῖν. (Septuagint, Liber Deuteronomii 2:30)

    (70인역 성경, 신명기 2:30)

  • ἡ δὲ γῆ, εἰς ἣν εἰσπορεύῃ ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν, γῆ ὀρεινὴ καὶ πεδεινή, ἐκ τοῦ ὑετοῦ τοῦ οὐρανοῦ πίεται ὕδωρ, (Septuagint, Liber Deuteronomii 11:11)

    (70인역 성경, 신명기 11:11)

  • ΩΣ δὲ ἤκουσαν οἱ βασιλεῖς τῶν Ἀμορραίων οἱ ἐν τῷ πέραν τοῦ Ἰορδάνου, οἱ ἐν τῇ ὀρεινῇ καὶ οἱ ἐν τῇ πεδινῇ καὶ οἱ ἐν πάσῃ τῇ παραλίᾳ τῆς θαλάσσης τῆς μεγάλης καὶ οἱ πρὸς τῷ Ἀντιλιβάνῳ καὶ οἱ Χετταῖοι καὶ οἱ Χαναναῖοι καὶ οἱ Φερεζαῖοι καὶ οἱ Εὐαῖοι καὶ οἱ Ἀμορραῖοι καὶ οἱ Γεργεσαῖοι καὶ οἱ Ἰεβουσαῖοι, (Septuagint, Liber Iosue 9:1)

    (70인역 성경, 여호수아기 9:1)

  • καὶ ἦλθεν Ἰησοῦς καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ πολεμιστὴς ἐπ αὐτοὺς ἐπὶ τὸ ὕδωρ Μαρὼν ἐξάπινα καὶ ἐπέπεσαν ἐπ αὐτοὺς ἐν τῇ ὀρεινῇ. (Septuagint, Liber Iosue 11:7)

    (70인역 성경, 여호수아기 11:7)

유의어

  1. 산악성의

  2. dwelling on the mountains

관련어

명사

형용사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION