ὄνυξ
3군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὄνυξ
ὄνυχος
형태분석:
ὀνυχ
(어간)
+
ς
(어미)
뜻
- 못, 발톱, 발굽, 굽
- 줄마노, 황색 대리석
- claw, nail, hoof
- Anything which resembles a claw or nail, scraping tool
- onyx (gem)
- a kind of aromatic substance
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὄνυχοσ, οὐ τραχύτησ ὀδόντοσ πρόσεστιν, οὐ κοιλίασ εὐτονία καὶ πνεύματοσ θερμότησ, τρέψαι καὶ κατεργάσασθαι δυνατὴ τὸ βαρὺ καὶ κρεῶδεσ ἀλλ’ αὐτόθεν ἡ φύσισ τῇ λειότητι τῶν ὀδόντων καὶ τῇ σμικρότητι τοῦ στόματοσ καὶ τῇ μαλακότητι τῆσ γλώσσησ καὶ τῇ πρὸσ πέψιν ἀμβλύτητι τοῦ πνεύματοσ ἐξόμνυται τὴν σαρκοφαγίαν. (Plutarch, De esu carnium I, chapter, section 5 2:1)
(플루타르코스, De esu carnium I, chapter, section 5 2:1)
- ἀναλελογίσθαι, ἡλίκοσ ἂν ὁ πᾶσ λέων γένοιτο κατ̓ ἀξίαν τοῦ ὄνυχοσ ἀναπλασθείσ. (Lucian, 111:1)
(루키아노스, 111:1)
- σημειῶδεσ δὲ τὸ ὄνυχοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 47 1:2)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 47 1:2)
- ἡ μὲν οὖν ἀκριβὴσ σφόδρα καὶ δι’ ὄνυχοσ λεγομένη δίαιτα τό τε σῶμα κομιδῇ ψοφοδεὲσ; (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 131)
(플루타르코스, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 131)
- οὐ γὰρ ῥᾳδίωσ ὄνυχοσ εὑρίσκεται λεοντείου σημεῖον, ἀλλὰ μικροῖσ καὶ τυφλοῖσ ἴχνεσιν ἐντυγχάνοντεσ ἀποπλανῶνται καὶ διαμαρτάνουσιν. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 10 5:1)
(플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 10 5:1)
유의어
-
못
- κρατερῶνυξ (strong-hoofed, solid-hoofed, strong-clawed)