고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: νησιωτικός νησιωτική νησιωτικόν
Structure: νησιωτικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | νησιωτικός | νησιωτική | νησιωτικόν |
Genitive | νησιωτικοῦ | νησιωτικῆς | νησιωτικοῦ | |
Dative | νησιωτικῷ | νησιωτικῇ | νησιωτικῷ | |
Accusative | νησιωτικόν | νησιωτικήν | νησιωτικόν | |
Vocative | νησιωτικέ | νησιωτική | νησιωτικόν | |
Dual | N/A/V | νησιωτικώ | νησιωτικᾱ́ | νησιωτικώ |
G/D | νησιωτικοῖν | νησιωτικαῖν | νησιωτικοῖν | |
Plural | Nominative | νησιωτικοί | νησιωτικαί | νησιωτικά |
Genitive | νησιωτικῶν | νησιωτικῶν | νησιωτικῶν | |
Dative | νησιωτικοῖς | νησιωτικαῖς | νησιωτικοῖς | |
Accusative | νησιωτικούς | νησιωτικᾱ́ς | νησιωτικά | |
Vocative | νησιωτικοί | νησιωτικαί | νησιωτικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | νησιωτικός νησιωτικοῦ | νησιωτικότερος νησιωτικοτεροῦ | νησιωτικότατος νησιωτικοτατοῦ |
Adverb | νησιωτικώς | νησιωτικότερον | νησιωτικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기