헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νεικέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: νεικέω

형태분석: νεικέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: nei=kos

  1. 남용하다, 학대하다, 공격하다, 크게 부르다, 불결하게 하다
  1. to quarrel or wrangle with, obstinately
  2. to rail at, abuse, upbraid, revile

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νείκω

νείκεις

νείκει

쌍수 νείκειτον

νείκειτον

복수 νείκουμεν

νείκειτε

νείκουσιν*

접속법단수 νείκω

νείκῃς

νείκῃ

쌍수 νείκητον

νείκητον

복수 νείκωμεν

νείκητε

νείκωσιν*

기원법단수 νείκοιμι

νείκοις

νείκοι

쌍수 νείκοιτον

νεικοίτην

복수 νείκοιμεν

νείκοιτε

νείκοιεν

명령법단수 νεῖκει

νεικεῖτω

쌍수 νείκειτον

νεικεῖτων

복수 νείκειτε

νεικοῦντων, νεικεῖτωσαν

부정사 νείκειν

분사 남성여성중성
νεικων

νεικουντος

νεικουσα

νεικουσης

νεικουν

νεικουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νείκουμαι

νείκει, νείκῃ

νείκειται

쌍수 νείκεισθον

νείκεισθον

복수 νεικοῦμεθα

νείκεισθε

νείκουνται

접속법단수 νείκωμαι

νείκῃ

νείκηται

쌍수 νείκησθον

νείκησθον

복수 νεικώμεθα

νείκησθε

νείκωνται

기원법단수 νεικοίμην

νείκοιο

νείκοιτο

쌍수 νείκοισθον

νεικοίσθην

복수 νεικοίμεθα

νείκοισθε

νείκοιντο

명령법단수 νείκου

νεικεῖσθω

쌍수 νείκεισθον

νεικεῖσθων

복수 νείκεισθε

νεικεῖσθων, νεικεῖσθωσαν

부정사 νείκεισθαι

분사 남성여성중성
νεικουμενος

νεικουμενου

νεικουμενη

νεικουμενης

νεικουμενον

νεικουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡμεῖσ τοίνυν ἡμᾶσ αὐτὰσ εὖ λέξωμεν παραβᾶσαι, καίτοι πᾶσ τισ τὸ γυναικεῖον φῦλον κακὰ πόλλ’ ἀγορεύει, ὡσ πᾶν ἐσμὲν κακὸν ἀνθρώποισ κἀξ ἡμῶν ἐστιν ἅπαντα, ἔριδεσ νείκη στάσισ ἀργαλέα λύπη πόλεμοσ. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Parabasis, parabasis1)

    (아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Parabasis, parabasis1)

  • ἀν’ αὖ σὺ ζωπυρεῖσ νείκη νέα. (Euripides, episode, anapests 8:18)

    (에우리피데스, episode, anapests 8:18)

  • χρυσῆσ ἀρνὸσ ἦν νείκη πέρι. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode, lyric 9:17)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode, lyric 9:17)

  • ἔσται δ’ ἱππολόφων τε λόγων κορυθαίολα νείκη σχινδαλάμων τε παραξόνια σμιλεύματά τ’ ἔργων, φωτὸσ ἀμυνομένου φρενοτέκτονοσ ἀνδρὸσ ῥήμαθ’ ἱπποβάμονα. (Aristophanes, Frogs, Choral, strophe 21)

    (아리스토파네스, Frogs, Choral, strophe 21)

  • ὦ παῖδε Λήδασ καὶ Διόσ, τὰ μὲν πάροσ νείκη μεθήσω σφῶν κασιγνήτησ πέρι· (Euripides, Helen, episode, dialogue 2:10)

    (에우리피데스, Helen, episode, dialogue 2:10)

유의어

  1. to quarrel or wrangle with

  2. 남용하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION