- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μονή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: monē 고전 발음: [모네:] 신약 발음: [모네]

기본형: μονή

형태분석: μον (어간) + η (어미)

어원: μένω

  1. 받침, 지지
  2. 거처, 거주, 집
  1. stay (in a particular place)
  2. dwelling, abode

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μονή

받침이

μονά

받침들이

μοναί

받침들이

속격 μονῆς

받침의

μοναῖν

받침들의

μονῶν

받침들의

여격 μονῇ

받침에게

μοναῖν

받침들에게

μοναῖς

받침들에게

대격 μονήν

받침을

μονά

받침들을

μονάς

받침들을

호격 μονή

받침아

μονά

받침들아

μοναί

받침들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐχρῆν μὲν οὖν ἴσως τότε φυγεῖν εὐθὺς καὶ μηκέτι ἀνέχεσθαι τὴν συνουσίαν αὐτῶν νῦν δὲ Ἀντισθένης με καὶ Διογένης καὶ μετὰ μικρὸν Κράτης καὶ Μένιππος οὗτος ἔπεισαν ὀλίγον ὅσον ἐπιμετρῆσαι τῆς μονῆς, ὡς μήποτε ὤφελον οὐ γὰρ ἂν τοσαῦτα ἐπεπόνθειν ὕστερον. (Lucian, Fugitivi, (no name) 11:2)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 11:2)

  • οὗ θᾶσσον οὕνεκ, ἢ χάριν μονῆς ἔχων, φροῦδος, μετ αὐτοῦ δ Ἀνδρομάχη, πολλῶν ἐμοὶ δακρύων ἀγωγός, ἡνίκ ἐξώρμα χθονός, πάτραν τ ἀναστένουσα καὶ τὸν Ἕκτορος τύμβον προσεννέπουσα. (Euripides, The Trojan Women, episode, anapests 1:3)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, anapests 1:3)

  • διὸ τὴν ψυχὴν ἠρεμεῖν οὐκ ἐῶσιν, ἀλλ ὅτε μάλιστα δεῖται μονῆς καὶ σιωπῆς καὶ ὑποστολῆς ὁ ἄνθρωπος, τότ αὐτὸν εἰς ὕπαιθρον ἕλκουσι, τότ ἀποκαλύπτουσιν οἱ θυμοὶ, αἱ φιλονεικίαι, οἱ ἔρωτες, αἱ λῦπαι, πολλὰ καὶ δρᾶν ἄνομα καὶ λαλεῖν ἀνάρμοστα τοῖς καιροῖς ἀναγκαζόμενον. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 3:2)

    (플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 3:2)

  • διελθὼν δ ὡς βραχὺν χρόνον μονῆς Ἰσθμοῦ ναπαίας ἔλεγε προσβαίνειν πλάκας. (Euripides, Heracles, episode, lyric 2:6)

    (에우리피데스, Heracles, episode, lyric 2:6)

  • ὁρᾷ τι κέρδος ἐνθάδ ἄξιον μονῆς, ὅτῳ πέποιθ ἐμοὶ ξυνὼν κρατεῖν ἂν ἢ τὸν ἐχθρὸν ἢ φίλοισιν ὠφελεῖν ἔχειν· (Aristophanes, Birds, Choral, lyric9)

    (아리스토파네스, Birds, Choral, lyric9)

  • τὸ ἐάρ ἀϊ´διον καὶ λειμὼν ἀμάραντος καὶ ἄνθος ἀθάνατον, ἅτε μόνης τῆς ὄψεως ἐφαπτομένης καὶ δρεπομένης τὸ ἡδὺ τῶν βλεπομένων. (Lucian, De Domo, (no name) 9:4)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 9:4)

  • εἶτ ἔνδοθεν αὐτὸς κεκραγώς, ἑαυτὸν ἀνακλῶν καὶ κατακλῶν, ἐνίοτε καὶ περιᾴδων τὰ ἰαμβεῖα καί, τὸ δὴ αἴσχιστον, μελῳδῶν τὰς συμφοράς, καὶ μόνης τῆς φωνῆς ὑπεύθυνον παρέχων ἑαυτόν: (Lucian, De saltatione, (no name) 27:3)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 27:3)

  • τὸ δὲ λιμῷ συνόντα παρεστῶτα ἄλλῳ τοῦ λωτοῦ ἐμφορουμένῳ μηδὲν μεταδιδόντι ὑπὸ ἐλπίδος μόνης τοῦ κἂν αὐτὸν παραγεύσασθαί ποτε δεδέσθαι, τῶν καλῶς καὶ ὀρθῶς ἐχόντων ἐπιλελησμένον,Ἡράκλεις ὡς καταγέλαστον καὶ πληγῶν τινων Ὁμηρικῶν ὡς ἀληθῶς δεόμενον. (Lucian, De mercede, (no name) 8:6)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 8:6)

  • "ἰδὼν ^ δὲ πολλοὺς τῶν εὐδοκίμων ἐθελήσαντας ἄν, εἰ καὶ προσδιδόναι δέοι, μόνης τῆς δόξης ἕνεκα συνεῖναι τούτῳ καὶ ὁρᾶσθαι περὶ αὐτὸν ἑταίρους καὶ φίλους εἶναι δοκοῦντας, οὐκ ἔχω ὅπως σε τῆς εὐποτμίας μακαρίσω, ὃς καὶ προσλήψῃ μισθὸν τῆς τοιαύτης εὐδαιμονίας. (Lucian, De mercede, (no name) 20:7)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 20:7)

유의어

  1. 받침

  2. 거처

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION