- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μινυρίζω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: minyrizō 고전 발음: [미뉘리도:] 신약 발음: [미뉘리조]

기본형: μινυρίζω

형태분석: μινυρίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: mostly in pres. and imperf.

  1. to complain in a low tone, to whimper, whine, to sing in a low soft tone, to warble, hum

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μινυρίζω

μινυρίζεις

μινυρίζει

쌍수 μινυρίζετον

μινυρίζετον

복수 μινυρίζομεν

μινυρίζετε

μινυρίζουσι(ν)

접속법단수 μινυρίζω

μινυρίζῃς

μινυρίζῃ

쌍수 μινυρίζητον

μινυρίζητον

복수 μινυρίζωμεν

μινυρίζητε

μινυρίζωσι(ν)

기원법단수 μινυρίζοιμι

μινυρίζοις

μινυρίζοι

쌍수 μινυρίζοιτον

μινυριζοίτην

복수 μινυρίζοιμεν

μινυρίζοιτε

μινυρίζοιεν

명령법단수 μινύριζε

μινυριζέτω

쌍수 μινυρίζετον

μινυριζέτων

복수 μινυρίζετε

μινυριζόντων, μινυριζέτωσαν

부정사 μινυρίζειν

분사 남성여성중성
μινυριζων

μινυριζοντος

μινυριζουσα

μινυριζουσης

μινυριζον

μινυριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μινυρίζομαι

μινυρίζει, μινυρίζῃ

μινυρίζεται

쌍수 μινυρίζεσθον

μινυρίζεσθον

복수 μινυριζόμεθα

μινυρίζεσθε

μινυρίζονται

접속법단수 μινυρίζωμαι

μινυρίζῃ

μινυρίζηται

쌍수 μινυρίζησθον

μινυρίζησθον

복수 μινυριζώμεθα

μινυρίζησθε

μινυρίζωνται

기원법단수 μινυριζοίμην

μινυρίζοιο

μινυρίζοιτο

쌍수 μινυρίζοισθον

μινυριζοίσθην

복수 μινυριζοίμεθα

μινυρίζοισθε

μινυρίζοιντο

명령법단수 μινυρίζου

μινυριζέσθω

쌍수 μινυρίζεσθον

μινυριζέσθων

복수 μινυρίζεσθε

μινυριζέσθων, μινυριζέσθωσαν

부정사 μινυρίζεσθαι

분사 남성여성중성
μινυριζομενος

μινυριζομενου

μινυριζομενη

μινυριζομενης

μινυριζομενον

μινυριζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἆρα οὖν ἄξιὸν ἔστι, ταῦτα συγχωροῦντας ἐπὶ τούτων, ἀπιστεῖν εἰ Ζαλεύκῳ καὶ Μίνῳ καὶ Ζωροάστρῃ καὶ Νομᾷ καὶ Λυκούργῳ βασιλείας κυβερνῶσι καὶ πολιτείας διακοσμοῦσιν εἰς τὸ αὐτὸ ἐφοίτα τὸ δαιμόνιον, ἢ τούτοις μὲν εἰκὸς ἔστι καὶ σπουδάζοντας θεοὺς ὁμιλεῖν ἐπὶ διδασκαλίᾳ καὶ παραινέσει τῶν βελτίστων, ποιηταῖς δὲ καὶ λυρικοῖς μινυρίζουσιν, εἴπερ ρ ἄρα, χρῆσθαι παίζοντας· (Plutarch, Numa, chapter 4 7:1)

    (플루타르코스, Numa, chapter 4 7:1)

  • μηκέτι νῦν μινύριζε παρὰ δρυϊ´, μηκέτι φώνει κλωνὸς ἐπ ἀκροτάτου, κόσσυφε, κεκλιμένος: (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 871)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 871)

  • ἔπειτα οἶμαι κατακλινέντες ἐν τοῖς λειμῶσιν ᾅδουσι καὶ μινυρίζουσιν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 26:5)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 26:5)

  • μή τί μοι ἀλλοπρόσαλλε παρεζόμενος μινύριζε. (Homer, Iliad, Book 5 91:2)

    (호메로스, 일리아스, Book 5 91:2)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION