Ancient Greek-English Dictionary Language

μέριμνα

; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μέριμνα

Etym.: (어원이 불명확함.)

Sense

  1. care, thought, anxious thought, solicitude, care for, cares, anxieties
  2. the thought, mind

Examples

  • ἐμπεσεῖται μέριμνα ἀνδρὶ νοήμονι, οἱ δὲ ἄφρονεσ διαλογιοῦνται κακά. (Septuagint, Liber Proverbiorum 17:13)
  • ζῆλοσ καὶ θυμὸσ ἐλαττοῦσιν ἡμέρασ, καὶ πρὸ καιροῦ γῆρασ ἄγει μέριμνα. (Septuagint, Liber Sirach 30:24)
  • ΑΓΡΥΠΝΙΑ πλούτου ἐκτήκει σάρκασ, καὶ ἡ μέριμνα αὐτοῦ ἀφιστᾷ ὕπνον. (Septuagint, Liber Sirach 31:1)
  • μέριμνα ἀγρυπνίασ ἀπαιτήσει νυσταγμόν, καὶ ἀρρώστημα βαρὺ ἐκνήψει ὕπνοσ. (Septuagint, Liber Sirach 31:2)
  • Θυγάτηρ πατρὶ ἀπόκρυφοσ ἀγρυπνία, καὶ ἡ μέριμνα αὐτῆσ ἀφιστᾷ ὕπνον. ἐν νεότητι αὐτῆσ μήποτε παρακμάσῃ, καὶ συνῳκηκυῖα μήποτε μισηθῇ. (Septuagint, Liber Sirach 42:9)

Synonyms

  1. care

  2. the thought

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION