헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μειδίαμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μειδίαμα μειδίαματος

형태분석: μειδιαματ (어간)

어원: from meidia/w

  1. 미소, 웃음
  1. a smile

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μειδίαμα

미소가

μειδιάματε

미소들이

μειδιάματα

미소들이

속격 μειδιάματος

미소의

μειδιαμάτοιν

미소들의

μειδιαμάτων

미소들의

여격 μειδιάματι

미소에게

μειδιαμάτοιν

미소들에게

μειδιάμασιν*

미소들에게

대격 μειδίαμα

미소를

μειδιάματε

미소들을

μειδιάματα

미소들을

호격 μειδίαμα

미소야

μειδιάματε

미소들아

μειδιάματα

미소들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἦν δὲ καὶ πρὸσ γέλωτα κομιδῇ δυσκίνητοσ, ἄχρι μειδιάματοσ σπανίωσ τῷ προσώπῳ διαχεόμενοσ, καὶ πρὸσ ὀργὴν οὐ ταχὺσ οὐδὲ ὀλισθηρόσ, ὀργισθεὶσ δὲ δυσπαραίτητοσ. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 1 2:3)

    (플루타르코스, Cato the Younger, chapter 1 2:3)

  • καὶ δὴ μιμουμένη τὸ ἐκείνησ ἦθοσ ἀντὶ μὲν τοῦ προσφιλοῦσ μειδιάματοσ ταπεινὸν ἐσεσήρει καὶ ὕπουλον, ἀντὶ δὲ τοῦ σεμνοῦ βλέμματοσ σκυθρωπὸν ὑφεωρᾶτο καὶ ἄγριον. (Dio, Chrysostom, Orationes, 94:2)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 94:2)

유의어

  1. 미소

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION