- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μέδιμνος?

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: medimnos 고전 발음: [메딤노] 신약 발음: [매딤노]

기본형: μέδιμνος

형태분석: μεδιμν (어간) + ος (어미)

  1. 메딤노스 (건량의 단위)
  1. the medimnus (a corn-measure)

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μέδιμνος

메딤노스가

μεδίμνω

메딤노스들이

μέδιμνοι

메딤노스들이

속격 μεδίμνου

메딤노스의

μεδίμνοιν

메딤노스들의

μεδίμνων

메딤노스들의

여격 μεδίμνῳ

메딤노스에게

μεδίμνοιν

메딤노스들에게

μεδίμνοις

메딤노스들에게

대격 μέδιμνον

메딤노스를

μεδίμνω

메딤노스들을

μεδίμνους

메딤노스들을

호격 μέδιμνε

메딤노스야

μεδίμνω

메딤노스들아

μέδιμνοι

메딤노스들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῖς φίλοις δὲ ὑμῖν, Σαμίππῳ μὲν εἴκοσι μεδίμνους ἐπισήμου χρυσίου παραμετρῆσαι τὸν οἰκονόμον ἐκέλευσα ἄν, Τιμολάῳ δὲ πέντε χοίνικας, Λυκίνῳ δὲ χοίνικα, ἀπομεμαγμένην καὶ ταύτην, ὅτι λάλος ἐστὶ καὶ ἐπισκώπτει μου τὴν εὐχήν. (Lucian, 43:1)

    (루키아노스, 43:1)

  • χρυσὸν μὲν οὖν καὶ θησαυροὺς καὶ μεδίμνους νομίσματος ἢ βασιλείας καὶ πολέμους καὶ δείματα ὑπὲρ τῆς ἀρχῆς, ἃ εἰκότως διέβαλες, οὐκ αἰτήσομαι: (Lucian, 70:3)

    (루키아노스, 70:3)

  • τὸ μὲν γὰρ ἀργύριον μηδὲ ἀριθμῷ ἄγειν αὐτόν, ἀλλὰ μεδίμνῳ ἀπομεμετρημένον πολλοὺς μεδίμνους. (Lucian, Dialogi meretricii, 2:12)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 2:12)

  • ἀλλ ὁπόταν μὲν δείσως αὐτοί, τὴν Εὔβοιαν διδόασιν ὑμῖν καὶ σῖτον ὑφίστανται κατὰ πεντήκοντα μεδίμνους ποριεῖν: (Aristophanes, Wasps, Agon, antepirrheme 1:14)

    (아리스토파네스, Wasps, Agon, antepirrheme 1:14)

  • ἔδοσαν δ οὐπώποτέ σοι πλὴν πρώην πέντε μεδίμνους, καὶ ταῦτα μόλις ξενίας φεύγων ἔλαβες κατὰ χοίνικα κριθῶν. (Aristophanes, Wasps, Agon, antepirrheme 1:15)

    (아리스토파네스, Wasps, Agon, antepirrheme 1:15)

관련어

명사

형용사

동사

부사

수사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION