- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μαστός?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: mastos 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μαστός μαστοῦ

형태분석: μαστ (어간) + ος (어미)

  1. 유방, 유선, 젖통, 젓통
  1. human breast, mamma, (rarely of animals) udder

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μαστός

유방이

μαστώ

유방들이

μαστοί

유방들이

속격 μαστοῦ

유방의

μαστοῖν

유방들의

μαστῶν

유방들의

여격 μαστῷ

유방에게

μαστοῖν

유방들에게

μαστοῖς

유방들에게

대격 μαστόν

유방을

μαστώ

유방들을

μαστούς

유방들을

호격 μαστέ

유방아

μαστώ

유방들아

μαστοί

유방들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐκ ἔστι σοι, δέσποιν, ἐπ ἀγκάλαις λαβεῖν τέκν, οὐδὲ μαστῷ σῷ προσαρμόσαι ποτέ. (Euripides, Ion, episode37)

    (에우리피데스, Ion, episode37)

  • γάλακτι δ οὐκ ἐπέσχον, οὐδὲ μαστῷ τροφεῖα ματρὸς οὐδὲ λουτρὰ χειροῖν, ἀνὰ δ ἄντρον ἔρημον οἰωνῶν γαμφηλαῖς φόνευμα θοίναμά τ εἰς Αἵδαν ἐκβάλλῃ. (Euripides, Ion, episode, lyric 1:23)

    (에우리피데스, Ion, episode, lyric 1:23)

  • οὕτω σωφρόνως κατεκόσμησας τὸν οἶκον ἐν καιρῷ πολλὴν ἀκοσμίας ἐξουσίαν διδόντι, καίτοι τῷ σεαυτῆς ἐκεῖνον μαστῷ ἐξέθρεψας καὶ τομῆς ἠνέσχου τῆς θηλῆς περίθλασιν λαβούσης: (Plutarch, Consolatio ad uxorem, section 5 4:1)

    (플루타르코스, Consolatio ad uxorem, section 5 4:1)

  • ἔστι γὰρ οὖν τὰ κράτιστα λαβεῖν βέλτιστά τε πάντων, εὐκάρπου κριθῆς καθαρῶς ἠσσημένα πάντα,2 ἐν Λέσβῳ κλεινῆς Ἐρέσου περικύμονι μαστῷ, λευκότερ αἰθερίας χιόνος, θεοὶ εἴπερ ἔδουσιν ἄλφιτ, ἐκεῖθεν ἰὼν Ἑρμῆς αὐτοῖς ἀγοράζει, ἐστὶ δὲ κἀν Θήβαις ταῖς ἑπταπύλοις ἐπιεικῆ κἀν Θάσῳ ἐ`ν τ ἄλλαις πόλεσίν τισιν, ἀλλὰ γίγαρτα φαίνονται πρὸς ἐκεῖνα: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 77 1:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 77 1:3)

  • πολλάκις δὲ καὶ τὰ τῶν δούλων παιδάρια τῷ μαστῷ προσιεμένη κατεσκεύαζεν εὔνοιαν ἐκ τῆς συντροφίας πρός τὸν υἱόν. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 20 3:2)

    (플루타르코스, Marcus Cato, chapter 20 3:2)

관련어

명사

형용사

동사

부사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION