- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μακρόβιος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: makrobios 고전 발음: [로비오] 신약 발음: [로비오]

기본형: μακρόβιος μακρόβιον

형태분석: μακροβι (어간) + ος (어미)

어원: βίος

  1. long-lived

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 μακρόβιος

(이)가

μακρόβιον

(것)가

속격 μακροβίου

(이)의

μακροβίου

(것)의

여격 μακροβίῳ

(이)에게

μακροβίῳ

(것)에게

대격 μακρόβιον

(이)를

μακρόβιον

(것)를

호격 μακρόβιε

(이)야

μακρόβιον

(것)야

쌍수주/대/호 μακροβίω

(이)들이

μακροβίω

(것)들이

속/여 μακροβίοιν

(이)들의

μακροβίοιν

(것)들의

복수주격 μακρόβιοι

(이)들이

μακρόβια

(것)들이

속격 μακροβίων

(이)들의

μακροβίων

(것)들의

여격 μακροβίοις

(이)들에게

μακροβίοις

(것)들에게

대격 μακροβίους

(이)들을

μακρόβια

(것)들을

호격 μακρόβιοι

(이)들아

μακρόβια

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐάν τε γὰρ μακρόβιοι γένωνται, εἰς οὐθὲν λογισθήσονται, καὶ ἄτιμον ἐπ᾿ ἐσχάτων τὸ γῆρας αὐτῶν. (Septuagint, Liber Sapientiae 3:17)

    (70인역 성경, 지혜서 3:17)

  • καὶ Κύριος βούλεται καθαρίσαι αὐτὸν ἀπὸ τῆς πληγῆς. ἐὰν δῶτε περὶ ἁμαρτίας, ἡ ψυχὴ ὑμῶν ὄψεται σπέρμα μακρόβιον. καὶ βούλεται Κύριος ἀφελεῖν (Septuagint, Liber Isaiae 53:10)

    (70인역 성경, 이사야서 53:10)

  • ὄναρ τι τοῦτο, λαμπρότατε Κυίντιλλε, κελευσθεὶς προσφέρω σοι δῶρον τοὺς μακροβίους, πάλαι μὲν τὸ ὄναρ ἰδὼν καὶ ἱστορήσας τοῖς φίλοις, ὅτε ἐτίθεσο τῷ δευτέρῳ σου παιδὶ τοὔνομα: (Lucian, Macrobii, (no name) 1:1)

    (루키아노스, Macrobii, (no name) 1:1)

  • συμβαλεῖν δὲ οὐκ ἔχων τίνας ὁ θεὸς κελεύει μοι προσφέρειν σοι τοὺς μακροβίους, τότε μὲν εὐξάμην τοῖς θεοῖς ἐπὶ μήκιστον ὑμᾶς βιῶναι σέ τε αὐτὸν καὶ παῖδας τοὺς σούς, τοῦτο συμφέρειν νομίζων καὶ σύμπαντι μὲν τῷ τῶν ἀνθρώπων γένει, πρὸ δὲ τῶν ἁπάντων αὐτῷ τε ἐμοὶ καὶ πᾶσι τοῖς ἐμοῖς: (Lucian, Macrobii, (no name) 1:2)

    (루키아노스, Macrobii, (no name) 1:2)

  • καὶ γένη δὲ ὅλα μακρόβια ἱστορεῖται διὰ τὴν δίαιταν, ὥσπερ Αἰγυπτίων οἱ καλούμενοι ἱερογραμματεῖς. (Lucian, Macrobii, (no name) 4:1)

    (루키아노스, Macrobii, (no name) 4:1)

  • οὗτος μακρόβιος γενόμενος, πλέων τὴν θάλασσαν, τοῖς ἐμπίπτουσιν ἐπὶ θανάτῳ ἐπυρσοφόρει. (Apollodorus, Library and Epitome, book 2, chapter 1 5:25)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 2, chapter 1 5:25)

유의어

  1. long-lived

관련어

명사

형용사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION