- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λοιμός?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: loimos 고전 발음: [] 신약 발음: [뤼모]

기본형: λοιμός λοιμοῦ

형태분석: λοιμ (어간) + ος (어미)

  1. 전염병, 역병, 유해물, 불행, 해충, 병
  1. plague, pestilence, any deadly infectious disorder, (of person) a plague, a pest

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 λοιμός

전염병이

λοιμώ

전염병들이

λοιμοί

전염병들이

속격 λοιμοῦ

전염병의

λοιμοῖν

전염병들의

λοιμῶν

전염병들의

여격 λοιμῷ

전염병에게

λοιμοῖν

전염병들에게

λοιμοῖς

전염병들에게

대격 λοιμόν

전염병을

λοιμώ

전염병들을

λοιμούς

전염병들을

호격 λοιμέ

전염병아

λοιμώ

전염병들아

λοιμοί

전염병들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ νῦν γνῶθι καὶ ἰδὲ σὺ τί ποιήσεις, ὅτι συντετέλεσται ἡ κακία εἰς τὸν κύριον ἡμῶν καὶ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ οὗτος υἱὸς λοιμός, καὶ οὐκ ἔστι λαλῆσαι πρὸς αὐτόν. (Septuagint, Liber I Samuelis 25:17)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 25:17)

  • καὶ ἀπεκρίθη πᾶς ἀνὴρ λοιμὸς καὶ πονηρὸς τῶν ἀνδρῶν τῶν πολεμιστῶν τῶν πορευθέντων μετὰ Δαυὶδ καὶ εἶπον, ὅτι οὐ κατεδίωξαν μεθ᾿ ἡμῶν, οὐ δώσομεν αὐτοῖς ἐκ τῶν σκύλων, ὧν ἐξειλόμεθα, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ ἕκαστος τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα αὐτοῦ ἀπαγέσθωσαν καὶ ἀποστρεφέτωσαν. (Septuagint, Liber I Samuelis 30:22)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 30:22)

  • θρασὺς καὶ αὐθάδης καὶ ἀλαζὼν λοιμὸς καλεῖται, ὃς δὲ μνησικακεῖ, παράνομος. (Septuagint, Liber Proverbiorum 21:23)

    (70인역 성경, 잠언 21:23)

  • μετ οὐ πολὺ δ αὐχμὸς καὶ λοιμὸς κατελάμβανε τὴν πόλιν καὶ τῶν Κορινθίων περὶ ἀπαλλαγῆς χρωμένων, ὁ θεὸς ἀνεῖλε μῆνιν εἶναι Ποσειδῶνος οὐκ ἀνήσοντος, ἑώς ἂν τὸν Ἀκταίωνος θάνατον μετέλθοιεν. (Plutarch, Amatoriae narrationes, chapter 2 12:2)

    (플루타르코스, Amatoriae narrationes, chapter 2 12:2)

  • δεῖ δὲ εἰδέναι ὅτι ἔστ᾿ ἂν αὕτη ἡ στήλη μένῃ, οὔτε λιμὸς οὔτε λοιμὸς οὔτε πυρκαϊὰ οὔτε ἄλλο χαλεπὸν οὐδὲν εἴσεισιν εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῖς. (Lucian, Saturnalia, 2:13)

    (루키아노스, Saturnalia, 2:13)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION