- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δυσκατάπαυστος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: dyskatapaustos 고전 발음: [까따빠] 신약 발음: [까따빠]

기본형: δυσκατάπαυστος δυσκατάπαυστον

형태분석: δυσκαταπαυστ (어간) + ος (어미)

  1. 불안한, 사나운, 격양된
  1. hard to check, restless

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 δυσκατάπαυστος

불안한 (이)가

δυσκατάπαυστον

불안한 (것)가

속격 δυσκαταπαύστου

불안한 (이)의

δυσκαταπαύστου

불안한 (것)의

여격 δυσκαταπαύστῳ

불안한 (이)에게

δυσκαταπαύστῳ

불안한 (것)에게

대격 δυσκατάπαυστον

불안한 (이)를

δυσκατάπαυστον

불안한 (것)를

호격 δυσκατάπαυστε

불안한 (이)야

δυσκατάπαυστον

불안한 (것)야

쌍수주/대/호 δυσκαταπαύστω

불안한 (이)들이

δυσκαταπαύστω

불안한 (것)들이

속/여 δυσκαταπαύστοιν

불안한 (이)들의

δυσκαταπαύστοιν

불안한 (것)들의

복수주격 δυσκατάπαυστοι

불안한 (이)들이

δυσκατάπαυστα

불안한 (것)들이

속격 δυσκαταπαύστων

불안한 (이)들의

δυσκαταπαύστων

불안한 (것)들의

여격 δυσκαταπαύστοις

불안한 (이)들에게

δυσκαταπαύστοις

불안한 (것)들에게

대격 δυσκαταπαύστους

불안한 (이)들을

δυσκατάπαυστα

불안한 (것)들을

호격 δυσκατάπαυστοι

불안한 (이)들아

δυσκατάπαυστα

불안한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸν παντοκράτορα Κύριον καὶ πάσης δυνάμεως δυναστεύοντα, ἐλεήμονα Θεὸν αὐτῶν καὶ πατέρα, δυσκαταπαύστῳ βοῇ πάντες μετὰ δακρύων ἐπεκαλέσαντο, δεόμενοι (Septuagint, Liber Maccabees III 5:7)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 5:7)

  • ἀρξαμένους δὲ βώλοις ἀκροβολίζεσθαι πρὸς ἀλλήλους, εἶτα πυγμαῖς, τέλος ἐκκεκαῦσθαι τῇ φιλονεικίᾳ καὶ μέχρι λίθων καὶ ξύλων, πολλοὺς καὶ δυσκαταπαύστους γεγονότας. (Plutarch, Alexander, chapter 31 2:1)

    (플루타르코스, Alexander, chapter 31 2:1)

  • Κελτοῖς, πρὶν ὑπερβαλεῖν Ἄλπεις καὶ κατοικῆσαι τῆς Ἰταλίας ἣν νῦν νέμονται χώραν, στάσις ἐμπεσοῦσα δεινὴ καὶ δυσκατάπαυστος εἰς πόλεμον ἐμφύλιον προῆλθεν. (Plutarch, Mulierum virtutes, 1)

    (플루타르코스, Mulierum virtutes, 1)

  • τῆς Ἰταλίας ἣν νῦν νέμονται χώραν, στάσις ἐμπεσοῦσα δεινὴ καὶ δυσκατάπαυστος εἰς πόλεμον ἐμφύλιον προῆλθεν. (Plutarch, Mulierum virtutes, 1:1)

    (플루타르코스, Mulierum virtutes, 1:1)

  • ἰὼ δυσκατάπαυστον ἄλγος. (Aeschylus, Libation Bearers, choral, strophe 113)

    (아이스킬로스, Libation Bearers, choral, strophe 113)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION