Ancient Greek-English Dictionary Language

λιπαρής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λιπαρής λιπαρές

Structure: λιπαρη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: (어원이 불명확함.): the first syll. seems to be from li-, li/an.

Sense

  1. persisting or persevering, earnest, indefatigable
  2. earnest in begging or praying, importunate, instant in prayer, importunity
  3. earnestly, importunately

Examples

  • εἰ γὰρ ἐνδώσει τισ ἡμῶν ταῖσδε κἂν σμικρὰν λαβήν, οὐδὲν ἐλλείψουσιν αὗται λιπαροῦσ χειρουργίασ, ἀλλὰ καὶ ναῦσ τεκτανοῦνται, κἀπιχειρήσουσ’ ἔτι ναυμαχεῖν καὶ πλεῖν ἐφ’ ἡμἁσ ὥσπε, Ἀρτεμισία. (Aristophanes, Lysistrata, Choral, trochees1)
  • ἀλλ’ ἀπιόντασ ἐν τῷ ξυστῷ ταῦτα καὶ ταῖσ παλαίστραισ διαλέγεσθαι τοῖσ ἀθληταῖσ, οὓσ τῶν βιβλίων ἐξελόντεσ ἀεὶ διημερεύειν ἐν σκώμμασι καὶ βωμολοχίαισ ἐθίζοντεσ, ὡσ ὁ κομψὸσ Ἀρίστων ἔλεγε, τοῖσ ἐν γυμνασίῳ κίοσιν ὁμοίωσ λιπαροὺσ πεποιήκασι καὶ λιθίνουσ. (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 20 10:1)
  • ἀντὶ βοὸσ χρυσέου τ’ ἀναθήματοσ Ἴσιδι τούσδε θήκατο τοὺσ λιπαροὺσ Παμφίλιον πλοκάμουσ· (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 601)
  • τῇ δ’ ὑστεραίᾳ ἦν ὁρᾶν, ὧν μὲν ἐτέθνασαν οἱ προσήκοντεσ, λιπαροὺσ καὶ φαιδροὺσ ἐν τῷ φανερῷ ἀναστρεφομένουσ, ὧν δὲ ζῶντεσ ἠγγελμένοι ἦσαν, ὀλίγουσ ἂν εἶδεσ, τούτουσ δὲ σκυθρωποὺσ καὶ ταπεινοὺσ περιιόντασ. (Xenophon, Hellenica, , chapter 4 18:6)
  • ὣσ ἄρ’ ἔφη, καὶ θρῆνυν ἑλὼν ὑπέφηνε τραπέζησ κείμενον, ᾧ ῥ’ ἔπεχεν λιπαροὺσ πόδασ εἰλαπινάζων· (Homer, Odyssey, Book 17 58:1)

Synonyms

  1. earnestly

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION