Ancient Greek-English Dictionary Language

λιπαρής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λιπαρής λιπαρές

Structure: λιπαρη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: (어원이 불명확함.): the first syll. seems to be from li-, li/an.

Sense

  1. persisting or persevering, earnest, indefatigable
  2. earnest in begging or praying, importunate, instant in prayer, importunity
  3. earnestly, importunately

Examples

  • ὡσ δὲ εἱστήκει βουλευόμενοσ, ἐγγὺσ προσελθόντεσ ἐνεφύοντο ταῖσ χερσὶ, καὶ λιπαρεῖσ ἦσαν δεόμενοι μηκέτι νομίζειν αὐτοὺσ πολεμίουσ, ἀλλ’ ὡσ φίλοισ χρῆσθαι καὶ πιστεύειν. (Plutarch, Tiberius Gracchus, chapter 6 2:2)
  • καὶ τοῦ με χρείασ ὧδε λιπαρεῖσ τυχεῖν; (Sophocles, Oedipus Tyrannus, episode 1:11)
  • ἐγὼ τοίνυν σοι δείξω, ὦ Κριτόβουλε, ὅσα νῦν λιπαρεῖσ παρ’ ἐμοῦ μανθάνειν πολὺ ἄλλουσ ἐμοῦ δεινοτέρουσ τοὺσ περὶ ταῦτα. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 2 17:2)
  • ἐμοῦ δὲ παρακελευομένου καὶ λέγοντοσ καιρὸν εἶναι καθάπερ ἐν κωμῳδίᾳ μηχανὰσ αἴροντα καὶ βροντὰσ ἐμβάλλοντασ παρὰ πότον διαλέγεσθαι περὶ κεραυνῶν, τὰ μὲν ἄλλα παρίεσαν συνομολογοῦντεσ, περὶ δὲ τῶν ἐν τοῖσ καθεύδουσι μὴ κεραυνουμένων ἀκοῦσαί τι βουλόμενοι λιπαρεῖσ ἦσαν. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 4, 18:1)

Synonyms

  1. earnestly

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION