Ancient Greek-English Dictionary Language

λῃστρικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λῃστρικός λῃστρική λῃστρικόν

Structure: λῃστρικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = lh|stiko/s

Sense

  1. piratical

Examples

  • τοὺσ δ’ Ἀργείουσ πυθομένουσ καὶ χαλεπαίνοντασ πεῖσαι χρημάτων ὑποσχέσει Τυρρηνοὺσ λῃστρικῷ τῷ βίῳ χρωμένουσ ἁρπάσαι τὸ βρέτασ, πεπεισμένουσ αὐτοὺσ ὡσ, εἰ τοῦτο γένοιτο, πάντωσ τι κακὸν πρὸσ τῶν τὴν Σάμον κατοικούντων ἡ Ἀδμήτη πείσεται. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 12 3:1)
  • μετὰ δὲ τὴν ἀναίρεσιν Μαναήμου καὶ τῶν πρώτων τοῦ λῃστρικοῦ στίφουσ ὑπεξελθὼν τοῦ ἱεροῦ πάλιν τοῖσ ἀρχιερεῦσιν καὶ τοῖσ πρώτοισ τῶν Φαρισαίων συνδιέτριβον. (Flavius Josephus, 26:1)
  • ἐντεῦθεν οἱ κτηματικοὶ τὰσ μὲν ἐσθῆτασ μετέβαλον καὶ περιῄεσαν οἰκτροὶ καὶ ταπεινοὶ κατὰ τὴν ἀγοράν, ἐπεβούλευον δὲ τῷ Τιβερίῳ κρύφα καὶ συνίστασαν ἐπ’ αὐτὸν τοὺσ ἀναιρήσοντασ, ὥστε κἀκεῖνον οὐδενὸσ ἀγνοοῦντοσ ὑποζώννυσθαι ξιφίδιον λῃστρικόν, ὃ δόλωνα καλοῦσιν. (Plutarch, Tiberius Gracchus, chapter 10 7:1)
  • πλοῖον ὡρ́μει περὶ τὴν Ἰθακησίαν λῃστρικόν ἐν ᾧ πρεσβύτησ ἐτύγχανε μετὰ κεραμίων ἐχόντων πίτταν. (Plutarch, Quaestiones Graecae, section 34 1:2)
  • πλοῖον ὡρ́μει περὶ τὴν Ἰθακησίαν λῃστρικόν, ἐν ᾧ πρεσβύτησ ἐτύγχανε μετὰ κεραμίων ἐχόντων πίτταν. (Plutarch, Quaestiones Graecae, section 342)
  • νομαδικὸσ λῃστρικὸσ ἁλιευτικὸσ θηρευτικὸσ γεωργικόσ. (Aristotle, Politics, Book 1 98:1)
  • ὧδε μὲν ὁ λῃστρικὸσ πόλεμοσ, χαλεπώτατοσ ἔσεσθαι νομισθείσ, ὀλιγήμεροσ ἐγένετο τῷ Πομπηίῳ· (Appian, The Foreign Wars, chapter 14 5:8)
  • Μετελάμβανεν δὲ ταύτην τὴν συμφορὰν ἄλλοσ λῃστρικὸσ θόρυβοσ. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 300:1)

Synonyms

  1. piratical

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION