- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ληξιαρχικός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: lēxiarchikos 고전 발음: [렉:시아키꼬] 신약 발음: [렉시아키꼬]

기본형: ληξιαρχικός ληξιαρχική ληξιαρχικόν

형태분석: ληξιαρχικ (어간) + ος (어미)

어원: from ληξίαρχος

  1. belonging to the, the register

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ληξιαρχικός

(이)가

ληξιαρχική

(이)가

ληξιαρχικόν

(것)가

속격 ληξιαρχικοῦ

(이)의

ληξιαρχικῆς

(이)의

ληξιαρχικοῦ

(것)의

여격 ληξιαρχικῷ

(이)에게

ληξιαρχικῇ

(이)에게

ληξιαρχικῷ

(것)에게

대격 ληξιαρχικόν

(이)를

ληξιαρχικήν

(이)를

ληξιαρχικόν

(것)를

호격 ληξιαρχικέ

(이)야

ληξιαρχική

(이)야

ληξιαρχικόν

(것)야

쌍수주/대/호 ληξιαρχικώ

(이)들이

ληξιαρχικά

(이)들이

ληξιαρχικώ

(것)들이

속/여 ληξιαρχικοῖν

(이)들의

ληξιαρχικαῖν

(이)들의

ληξιαρχικοῖν

(것)들의

복수주격 ληξιαρχικοί

(이)들이

ληξιαρχικαί

(이)들이

ληξιαρχικά

(것)들이

속격 ληξιαρχικῶν

(이)들의

ληξιαρχικῶν

(이)들의

ληξιαρχικῶν

(것)들의

여격 ληξιαρχικοῖς

(이)들에게

ληξιαρχικαῖς

(이)들에게

ληξιαρχικοῖς

(것)들에게

대격 ληξιαρχικούς

(이)들을

ληξιαρχικάς

(이)들을

ληξιαρχικά

(것)들을

호격 ληξιαρχικοί

(이)들아

ληξιαρχικαί

(이)들아

ληξιαρχικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πάνυ δὲ ὁ Ἰσοκράτης χαίρει τούτῳ τῷ τρόπῳ τῶν μερισμῶν περιβολὴν ἐργαζόμενος, παραδείγματος δὲ ἕνεκα ἓν ἢ δύο ἐκ τοῦ περὶ τῆς εἰρήνης Ἰσοκράτους, εἰς τοῦτο γὰρ κατέστημεν, καὶ ὁ μερισμός, τῶν μὲν οἰκείων ἀμελείας, τῶν δὲ ἀλλοτρίων ἐπιθυμίας, εἶτα λέγων τὰ ἐκ τούτων αὐτοῖς ἀποβάντα ἄτοπα μερίζει, τοὺς μὲν τάφους τοὺς δημοσίους τῶν πολιτῶν ἐνέπλησαν, τὰς δὲ φρατρίας καὶ τὰ ληξιαρχικὰ γραμματεῖα ξένων. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 15:3)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 15:3)

유의어

  1. belonging to the

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION