헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λεῖος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λεῖος λεῖη λεῖον

형태분석: λει (어간) + ος (어미)

  1. 매끄러운, 뚜렷한, 분명한, 명백한
  2. 판판한, 매끄러운, 고른, 납작한, 평평한, 온화한
  3. 부드러운, 매끄러운, 섬세한
  1. smooth, plain, not embroidered
  2. smooth, level, flat, smooth, free) from
  3. smooth-skinned, beardless
  4. smooth, soft

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 λεῖος

매끄러운 (이)가

λείᾱ

매끄러운 (이)가

λεῖον

매끄러운 (것)가

속격 λείου

매끄러운 (이)의

λείᾱς

매끄러운 (이)의

λείου

매끄러운 (것)의

여격 λείῳ

매끄러운 (이)에게

λείᾱͅ

매끄러운 (이)에게

λείῳ

매끄러운 (것)에게

대격 λεῖον

매끄러운 (이)를

λείᾱν

매끄러운 (이)를

λεῖον

매끄러운 (것)를

호격 λεῖε

매끄러운 (이)야

λείᾱ

매끄러운 (이)야

λεῖον

매끄러운 (것)야

쌍수주/대/호 λείω

매끄러운 (이)들이

λείᾱ

매끄러운 (이)들이

λείω

매끄러운 (것)들이

속/여 λείοιν

매끄러운 (이)들의

λείαιν

매끄러운 (이)들의

λείοιν

매끄러운 (것)들의

복수주격 λεῖοι

매끄러운 (이)들이

λεῖαι

매끄러운 (이)들이

λεῖα

매끄러운 (것)들이

속격 λείων

매끄러운 (이)들의

λειῶν

매끄러운 (이)들의

λείων

매끄러운 (것)들의

여격 λείοις

매끄러운 (이)들에게

λείαις

매끄러운 (이)들에게

λείοις

매끄러운 (것)들에게

대격 λείους

매끄러운 (이)들을

λείᾱς

매끄러운 (이)들을

λεῖα

매끄러운 (것)들을

호격 λεῖοι

매끄러운 (이)들아

λεῖαι

매끄러운 (이)들아

λεῖα

매끄러운 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 λεῖος

λείου

매끄러운 (이)의

λειώτερος

λειωτέρου

더 매끄러운 (이)의

λειώτατος

λειωτάτου

가장 매끄러운 (이)의

부사 λείως

λειώτερον

λειώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἀνάκλασισ δή που τὸ περὶ τὴν ἶρίν ἐστι τῆσ ὄψεωσ πάθοσ, ὅταν ἡσυχῆ νοτερῷ λείῳ δὲ καὶ μέτριον πάχοσ ἔχοντι προσπεσοῦσα νέφει τοῦ ἡλίου ψαύσῃ κατ’ ἀνάκλασιν, καὶ τὴν περὶ ἐκεῖνον αὐγὴν ὁρῶσα καὶ τὸ φῶσ δόξαν ἡμῖν ἐνεργάσηται τοῦ φαντάσματοσ ὡσ ἐν τῷ νέφει ὄντοσ. (Plutarch, Amatorius, section 20 2:4)

    (플루타르코스, Amatorius, section 20 2:4)

  • αὐτὰρ ἔπειτα Ἑρμῆσ χαρμόφρων εἰρύσατο πίονα ἔργα λείῳ ἐπὶ πλαταμῶνι καὶ ἔσχισε δώδεκα μοίρασ κληροπαλεῖσ· (Anonymous, Homeric Hymns, 13:9)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 13:9)

  • ἀπὸ δ’ εἵματ’ ἐπήτριμα νηήσαντο λείῳ ἐπὶ πλαταμῶνι, τὸν οὐκ ἐπέβαλλε θάλασσα κύμασι, χειμερίη δὲ πάλαι ἀποέκλυσεν ἅλμη. (Apollodorus, Argonautica, book 1 7:30)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 1 7:30)

  • φέρεσθαι μὲν γὰρ τὴν ὄψιν τεταμένην ὡσ ἐπὶ τὸν χαλκόν, ἐντυχοῦσαν δὲ πυκνῷ καὶ λείῳ πληχθεῖσαν ὑποστρέφειν αὐτὴν ἐφ’ ἑαυτήν, ὅμοιόν τι πάσχουσαν τῇ ἐκτάσει τῆσ χειρὸσ καὶ τῇ ἐπὶ τὸν ὦμον ἀντεπιστροφῇ. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 4, 3:1)

    (위 플루타르코스, Placita Philosophorum, book 4, 3:1)

  • ἄριστον ἐσ λείωσιν ἀρτηρίησ καὶ ἄμυλοσ ξὺν τοῖσι δευθείσ · ξὺν γὰρ τῷ λείῳ καὶ τὸ παγερὸν ἴσχει. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 86)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 86)

  • λειω ̣ (Bacchylides, , epinicians, ode 13 1:1)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 13 1:1)

유의어

  1. 판판한

  2. 부드러운

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION