- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λάσιος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: lasios 고전 발음: [라시오] 신약 발음: [라시오]

기본형: λάσιος λάσια λάσιον

형태분석: λασι (어간) + ος (어미)

어원: akin to δασύς

  1. 거친, 거센, 딱딱한, 털이 많은, 털복숭이의
  1. hairy, rough, shaggy, woolly
  2. shaggy with brushwood, bushy, bushes

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 λάσιος

거친 (이)가

λασία

거친 (이)가

λάσιον

거친 (것)가

속격 λασίου

거친 (이)의

λασίας

거친 (이)의

λασίου

거친 (것)의

여격 λασίῳ

거친 (이)에게

λασίᾳ

거친 (이)에게

λασίῳ

거친 (것)에게

대격 λάσιον

거친 (이)를

λασίαν

거친 (이)를

λάσιον

거친 (것)를

호격 λάσιε

거친 (이)야

λασία

거친 (이)야

λάσιον

거친 (것)야

쌍수주/대/호 λασίω

거친 (이)들이

λασία

거친 (이)들이

λασίω

거친 (것)들이

속/여 λασίοιν

거친 (이)들의

λασίαιν

거친 (이)들의

λασίοιν

거친 (것)들의

복수주격 λάσιοι

거친 (이)들이

λάσιαι

거친 (이)들이

λάσια

거친 (것)들이

속격 λασίων

거친 (이)들의

λασιῶν

거친 (이)들의

λασίων

거친 (것)들의

여격 λασίοις

거친 (이)들에게

λασίαις

거친 (이)들에게

λασίοις

거친 (것)들에게

대격 λασίους

거친 (이)들을

λασίας

거친 (이)들을

λάσια

거친 (것)들을

호격 λάσιοι

거친 (이)들아

λάσιαι

거친 (이)들아

λάσια

거친 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 λάσιος

λασίου

거친 (이)의

λασιώτερος

λασιωτέρου

더 거친 (이)의

λασιώτατος

λασιωτάτου

가장 거친 (이)의

부사 λασίως

λασιώτερον

λασιώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ καὶ τοῦ Διὸς αὐτοῦ παῖς ὢν ἄγριος οὕτω καὶ λάσιος ἐφαίνετο καί, τὸ πάντων ἀμορφότατον, μονόφθαλμος, οἰεί τὸ γένος ἄν τι ὀνῆσαι αὐτὸν πρὸς τὴν μορφήν· (Lucian, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 14)

    (루키아노스, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 14)

  • Οὐδὲ τὸ λάσιον αὐτοῦ καί, ὡς φής, ἄγριον ἄμορφόν ἐστιν - ἀνδρῶδες γάρ - ὅ τε ὀφθαλμὸς ἐπιπρέπει τῷ μετώπῳ οὐδὲν ἐνδεέστερον ὁρῶν ἢ εἰ δὔ ἦσαν. (Lucian, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 15)

    (루키아노스, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 15)

  • ἔφερε δὲ ὁ ἐπέραστος ἐν ταῖς ἀγκάλαις ἀθυρμάτιον ἄρκτου σκύλακα τὸ λάσιον αὐτῷ προσεοικότα. (Lucian, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 51)

    (루키아노스, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 51)

  • μὴ πρότερον ἀπέλθῃς, ὦ Ἑρμῆ, πρὶν εἰπεῖν ὅστις οὗτος ὁ προσιών ἐστιν, ὁ κερασφόρος, ὁ τὴν σύριγγα, ὁ λάσιος ἐκ τοῖν σκελοῖν. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 9:4)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 9:4)

  • τὸ γὰρ δὴ σῶμα, ἵνα σοι καὶ τοῦτο δείξω, μέγας τε ἦν καὶ καλὸς ἰδεῖν καὶ θεοπρεπὴς ὡς ἀληθῶς, λευκὸς τὴν χρόαν, τὸ γένειον οὐ πάνυ λάσιος, κόμην τὴν μὲν ἰδίαν, τὴν δὲ καὶ πρόσθετον ἐπικείμενος εὖ μάλα εἰκασμένην καὶ τοὺς πολλοὺς ὅτι ἦν ἀλλοτρία λεληθυῖαν: (Lucian, Alexander, (no name) 3:2)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 3:2)

  • ἦν τοίνυν πάλαι - ῥᾷον γὰρ οὕτω δῆλον ἂν γένοιτο, εἴ τι ἠδίκηκα ἐγὼ μετακοσμήσας καὶ νεωτερίσας τὰ περὶ τοὺς ἀνθρώπους - ἦν οὖν τὸ θεῖον μόνον καὶ τὸ ἐπουράνιον γένος, ἡ γῆ δὲ ἄγριόν τι χρῆμα καὶ ἄμορφον, ὕλαις ἅπασα καὶ ταύταις ἀνημέροις λάσιος, οὔτε δὲ βωμοὶ θεῶν ἢ νέως, - πόθεν γάρ ^ · (Lucian, Prometheus, (no name) 12:1)

    (루키아노스, Prometheus, (no name) 12:1)

  • εἶτα πῶς σύριγγα οὐκ ἔχεις οὐδὲ κέρατα οὐδὲ λάσιος εἶ τὰ σκέλη· (Lucian, Dialogi deorum, 2:4)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 2:4)

유의어

  1. 거친

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION